Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Τα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου

Υπόθεση
Μια ομάδα Βρετανών κομάντος ανατινάζει ένα εργοστάσιο των ναζί στις ιταλικές Άλπεις και κλέβει πολύτιμα πυραυλικά σχέδια των Γερμανών. Στη συνέχεια, ο οδηγός Τζακ Λίμψον, αναλαμβάνει να τους φυγαδεύσει στην Ελβετία επιλέγοντας μια επικίνδυνη διαδρομή. Μια χιονοστιβάδα ωστόσο τους αποδεκατίζει και σώζονται χάρη στην επέμβαση ενός καλόγερου από το μοναστήρι του Αγίου Βερνάρδου. Όσο αναρρώνουν στη μονή, ο ηγούμενος τους ξεναγεί και τους διηγείται την ιστορία του σωτήρα τους, μοναχού Πιερ και του ειδικά εκπαιδευμένου σκύλου του Μπάρι, που τους ανακάλυψε μέσα στα χιόνια.

Πριν περάσει πολύς καιρός, μια ομάδα Γερμανών αλπινιστών που αναζητά τους σαμποτέρ, χτυπάει την πόρτα του μοναστηριού. Θα καταφέρουν άραγε οι αντίπαλοι να συνεννοηθούν πολιτισμένα ώστε να αποφευχθεί η αιματοχυσία στον ιερό χώρο, ή είναι η σύγκρουση μοιραία;

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Γαλάτεια Γρηγοριάδου - Σουρέλη
Εικονογράφηση: Liz Fainberg
ISBN: 978-960-293-921-4
Έτος 1ης Έκδοσης: 1995
Σελίδες: 174
Τιμή: 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις:

Κριτική
Συγκινητικό μυθιστόρημα που συνδυάζει στοιχεία πολεμικού δράματος και ζωοφιλικής περιπέτειας. Με όμορφη γλώσσα αλλά στήσιμο κειμένου που δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην κατανόηση (σκηνές αλλάζουν έπειτα από ένα απλό κενό, κάτι που μπορεί να μπερδέψει τους αναγνώστες), η συγγραφέας μας διηγείται μια ιστορία βγαλμένη από τον Β' παγκόσμιο πόλεμο και επιχειρεί να αναδείξει αξίες όπως η ειρήνη, η αγάπη προς τον συνάνθρωπο αλλά και προς τους σκύλους. Η πλοκή κινείται σε δύο άξονες: Στον πρώτο παρατηρούμε την σύγκρουση των Βρετανών με τους Γερμανούς στρατιώτες, ενώ στον δεύτερο -που καταλαμβάνει τις σελίδες 44-109 -σχεδόν το 1/3 του βιβλίου- και ίσως κερδίζει τις εντυπώσεις) ενημερωνόμαστε για τις συνθήκες εκπαίδευσης των σκύλων Αγ. Βερνάρδου, μέσα από σύντομες ιστορίες του Μπάρι και του δόκιμου μοναχού Πιερ. Το κείμενο δεν χωρίζεται σε κεφάλαια, παρότι αυτό θα εξυπηρετούσε στο ευκολότερο διάβασμά του από τους λιγότερο έμπειρους. Αυτοί θα πρέπει επίσης να δείξουν υπομονή, καθώς η κυρίως δράση συγκεντρώνεται ουσιαστικά στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Εμείς το προτείνουμε περισσότερο σε μαθητές της Στ' Δημοτικού και του Γυμνασίου, που μπορούν να αντιληφθούν το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, να εκτιμήσουν την ψυχολογική σύγκρουση των αντιπάλων χαρακτήρων και που δεν θα ενοχληθούν από τις σκηνές βίας.

  • Ενδιαφέρουσες ιστορίες με ανθρώπους και ζώα
  • Προβολή ανθρωπιστικών αξιών

  • Απουσία συμπληρωματικού υλικού, χαρτών, κτλ.
  • "Κοιλιά" στην κυρίως πλοκή

Αξίες - Θέματα
Ειρήνη, Γενναιότητα, Ζωοφιλία, Θρησκευτική πίστη, 28 Οκτωβρίου.

Εικονογράφηση
Ασπρόμαυρη και δουλεμένη με πενάκι, η εικονογράφηση δεν μοιάζει να αναδεικνύει όσο θα μπορούσε το θέμα και δύσκολα θα συγκινήσει τους σύγχρονους μαθητές.

Απόσπασμα
Δεν ήξεραν πως τόσο γρήγορα τα γυμνάσματα για δήθεν χαμένους οδοιπόρους θα έπαυαν να είναι απλή εκπαίδευση. Πολύ γρήγορα χρειάστηκαν τα σκυλιά να παλέψουν και να σώσουν ανθρώπους.

Είχαν δεν είχαν ακόμα αναλάβει απ’ την περιπέτειά τους ο αδελφός Πιερ και ο Μπάρι, όταν ο καιρός, έτσι στα καλά καθούμενα, πήρε το χειρότερο. Το ραδιόφωνο μίλησε για «πρωτοφανή κακοκαιρία» -μια κακοκαιρία που εκατό χρόνια είχε να πλήξει την Ευρώπη – και έδωσε το δελτίο θυέλλης.

Από το τηλέφωνο, πριν ακόμα κοπεί και απομονωθούν οι καλόγεροι, ο ηγούμενος πήρε και την προσωπική συμβουλή του αστυνόμου της κοντινής πόλης να λάβουν μέτρα έκτακτης ανάγκης.

Με σύστημα, χωρίς πανικό, οι καλόγεροι οργάνωσαν την άμυνά τους στο κακό, που ώρα την ώρα θα χτυπούσε την περιοχή. Τα ζώα ασφαλίστηκαν, οι υδραυλικές εγκαταστάσεις ελέγχθηκαν, οι στέγες καθαρίστηκαν, οι αποθήκες με τα τρόφιμα εξετάστηκαν σχολαστικά, ειδικά τσεκαρίστηκε το απόθεμα ασφάλειας φαρμάκων. Ο μοναχός – γιατρός επέβλεπε προσεχτικά στην επιθεώρηση του κινητού χειρουργείου και την άψογη λειτουργία του μόνιμου. Οι βάρδιες στους πύργους του μοναστηριού διπλασιάστηκαν. Τα μπουκάλια με το κονιάκ γεμίστηκαν από τα τεράστια βαρέλια που φυλάγονταν στο κελάρι, και έτοιμα περίμεναν να δεθούν στις κοιλιές των σκυλιών. Και οι κουβέρτες, καλοδιπλωμένα μπογαλάκια, η μια πάνω στην άλλη, έτοιμες να δεθούν στην κοιλιά του κάθε σκύλου. Οι συνοδοί τους κοιμούνταν ντυμένοι. Έτοιμοι να ξεχυθούν έξω, στην άσπρη κόλαση, να δώσουν μάχη για τη σωτηρία κάποιου ανθρώπου που θα κινδύνευε. Όλα ήταν έτοιμα να δεχτούν την τρομερή επίθεση της κακοκαιρίας, που δεν άργησε να φτάσει στις Άλπεις.

Ξαφνικά, ο ουρανός έγινε μουντός. Μουντός, με κάτι περίεργες κόκκινες ανταύγειες. Η φύση κράτησε την αναπνοή της. Τα ζώα είχαν ειδοποιηθεί από το ένστικτό τους και είχαν λουφάξει. Για λίγο, μια απειλητική σιγή έπεσε πάνω στα χιονισμένα βουνά. Κι έπειτα ξέσπασε το κακό. Μούγκρισαν οι Άλπεις, κι αυτό το μουγκρητό γέμισε τις κοιλάδες, διπλασιάστηκε, τριπλασιάστηκε απ’ την ηχώ μια φοβερή κραυγή απόγνωσης, που έφτασε μέχρι το μοναστήρι. Τρεμούλιασε το πέτρινο τεράστιο οικοδόμημα, τα φώτα χαμήλωσαν, ξανάναψαν και τελικά έσβησαν. Έτοιμες ήταν οι γεννήτριες και δώσανε φως στο μοναστήρι.

Τη δεύτερη μέρα, όταν το κακό, αντί να υποχωρήσει, γιγαντώθηκε, οι βάρδιες είδαν τις φωτοβολίδες. Δεν ήταν μια ούτε δυο. Πάνω από τρεις υπολογίσανε οι παρατηρητές. Άρα η ομάδα που κινδύνευε ήταν μεγάλη, πολυπρόσωπη.

- Θα χρησιμοποιηθούν και τα σκυλιά που εκπαιδεύονται τώρα, αποφάσισε ο ηγούμενος.

Ο αδελφός Αντώνιος είχε αντιρρήσεις. Άλλο ασκήσεις σε ομαλές περιπτώσεις κι άλλο να ζητάς από ένα σκυλί χωρίς πείρα να τα βγάλει πέρα σε τόσο σοβαρές στιγμές.

- Φοβάμαι να το ρισκάρω, εξήγησε βιαστικά στον ηγούμενο. Και το σκυλί μπορεί να κινδυνέψει, αλλά και ο εκπαιδευτής του. Μπορεί σκυλί και μοναχός να χαθούν.

- Είναι μεγάλη η ομάδα των ανθρώπων. Πρέπει να βοηθήσει όλη η μονάδα των μοναχών με όλα τα σκυλιά, δεν άλλαξε γνώμη ο ηγούμενος. Μόνο μην αργούμε. Κάθε δευτερόλεπτο φέρνει με σιγουριά τους αδερφούς μας προς το θάνατο.

Άλλο δεν μπορούσε να επιμείνει ο αδελφός Αντώνιος.

- Ευλόγησον, είπε και έφυγε τρεχάτος να δώσει διαταγές.

Έβαλε ο αδελφός Πιερ στον Μπάρι την κουβέρτα και το κονιάκ.

- Μπάρι, του ψιθύρισε, τα θυμάσαι όλα όσα σου ‘μαθα;

Το σκυλί γρύλισε. Ναι, τίποτα δεν ξέχναγε.
Τελείωσε το δέσιμο του κονιάκ και της κουβέρτας στην κοιλιά του ζωντανού ο αδελφός Πιερ και επιθεώρησε για τελευταία φορά τα πετσιά. Ήταν εντάξει. Έβαλε τα δικά του πλατιά παπούτσια και ετοιμάστηκε να βγει στην αυλή, εκεί που μαζεύονταν και οι άλλοι.

Φοβήθηκε ξαφνικά. Ξανακοίταξε το σκύλο του. Όπως τον είδε, μεγαλόσωμο, γεροφτιαγμένο, ένιωσε μια σιγουριά, πήρε μια βαθιά αναπνοή.

- Μπάρι, καλή τύχη να ‘χουμε κι οι δυο μας, του ψιθύρισε και του φίλησε το υγρό μουσούδι.

Κι ο Μπάρι, σοβαρά, έβγαλε τη γλώσσα του και τρυφερά του φίλησε το μάγουλο.

Κρατούσαν σφιχτά τις λάμπες θυέλλης απ’ το χέρι, τη χοντρή αλυσίδα με το σκύλο απ’ την άλλη. Και βγήκαν όλοι μαζί από το μοναστήρι.

Απ’ το φοβερό αέρα που τους υποδέχτηκε, δεν άκουσαν καν τη βαριά πόρτα που έκλεισε πίσω τους. Μπρος, θολές φιγούρες τα τεράστια βουνά. Το χιόνι γινόταν κρύσταλλο μόλις τους άγγιζε. Στην αρχή, πήγαιναν όλοι μαζί, μα τα σκυλιά κάποια στιγμή τινάχτηκαν μπροστά και τους παρέσυραν σ’ ένα ξέφρενο κατηφόρισμα.

Βρέθηκε μόνος με τον Μπάρι. Το σκυλί τραβούσε νευρικά με τόση δύναμη την αλυσίδα του, που κόντεψε να του βγάλει το χέρι απ’ τον ώμο. Δεν έβλεπε τίποτα, κάθε βήμα γινόταν απίθανα επικίνδυνο και κουραστικό. Πού πήγαιναν, Θεέ μου;

Μέρα ήταν; Νύχτα ήταν; Δεν ήξερε πια. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Είχε πάψει να ψάχνει το έδαφος, αν ήταν στέρεο. Με τα παπούτσια, που είχαν μεγάλη επιφάνεια, πατούσε γερά στο χιόνι, προσπαθώντας να αντισταθεί στον αγέρα που πάλευε να τον ρίξει κάτω. Και προχωρούσαν. Τώρα το σκυλί έγινε πιο νευρικό. Κάποια στιγμή στάθηκε αναποφάσιστο, οσμίστηκε μια δυο φορές κι έπειτα ρίχτηκε προς την πλαγιά. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και ο αδελφός Πιερ, τυφλωμένος απ’ το χιόνι, που του έγδερνε το πρόσωπο, το ακολούθησε. Κατάλαβε το τράνταγμα της αλυσίδας να γίνεται επιτακτικό. Τέτοιο δυνατό τράνταγμα, που τον πέταξε κάτω. Βρέθηκε χωμένος σε μια εσοχή, κι έτσι σώθηκε.

Η χιονοστιβάδα, ακολουθώντας το δρόμο της με βοή, πέρασε ακριβώς από πλάι του. Το έδαφος τρεμούλιασε, έπαψε να ‘ναι σταθερό, ήταν έτοιμο να σκιστεί στα δύο.

Περίμενε φοβισμένος, άκουσε το θόρυβο της χιονοστιβάδας που, παρασύροντας κι άλλους όγκους χιονιού, έπεφτε με τρομαχτική βοή στο χάος. Έκατσε ακίνητος λίγη ώρα, με μισοχαμένες από τον τρόμο τις αισθήσεις του. Κάποια στιγμή συνήλθε.  Σηκώθηκε με κόπο. Πού ήταν ο Μπάρι; Τον έπιασε τρόμος. Αν έχανε τον Μπάρι, ελάχιστες ελπίδες είχε να σωθεί κι αυτός. Η αλυσίδα του ‘χε φύγει απ’ τα χέρια καθώς έπεφτε. Έψαξε στα τυφλά να τη βρει. Και αγκάλιασε το ζεστό κορμί του Μπάρι.

Ο Μπάρι ανυπόμονα περίμενε να βρει το αφεντικό του την αλυσίδα. Κι όταν σιγουρεύτηκε πως έγινε αυτό, βγάζοντας ένα δυνατό ουρλιαχτό, ξεκίνησε με καινούρια ορμή. Κάποια στιγμή ένας όγκος χιονιού τους έκοψε το δρόμο. Ο Πιερ δεν τον είχε αντιληφθεί και σκόνταψε απάνω του. Εκεί στάθηκε ο Μπάρι. Με ένα ακόμα ουρλιαχτό, άρχισε σαν παλαβός να σκάβει με τα τέσσερα πόδια του. Ο αδελφός Πιερ έβγαλε με μεγάλο κόπο ένα μικρό φτυάρι που είχε στον κόρφο του. Προσπάθησε να βοηθήσει τον Μπάρι, να του κάνει πιο εύκολη τη σκληρή δουλειά. Σκεφτόταν πως θα του ‘τρωγε πολλή ώρα αυτό το σκάψιμο κι όποιος ήταν εκεί παραχωμένος θα πέθαινε απ’ αυτή την αργοπορία. Για ώρα ανάγκης είχε το μικρό πιστόλι με τη φωτοβολίδα. Το έβγαλε και με μεγάλη προσπάθεια έριξε σήμα. Οι άλλοι μοναχοί δε θ’ αργούσαν να ‘ρθουν για βοήθεια. Κι όμως άργησαν.

Η ομάδα οδοιπόρων είχαν παραθαφτεί απ’ τη χιονοστιβάδα σε μεγάλη ακτίνα. Κι έτσι πάλευαν υπεράνθρωπα οι άλλοι καλόγεροι να ξεθάψουν αυτούς που τα δικά τους σκυλιά είχαν εντοπίσει.

Ο Μπάρι δεν είχε ξανακάνει αυτή την άσκηση σε τόσο βάθος.
Έσκαβε, έσκαβε απελπισμένα, πολλές στιγμές θύμωνε, άλλες δίβουλα στεκόταν, από φόβο μήπως έκανε λάθος, κι έπειτα με περισσότερο πείσμα προχωρούσε στην τρύπα που ‘χε καταφέρει να ανοίξει στο χιονισμένο σκληρό όγκο.

Κι όταν σε βάθος δύο μέτρων βρήκε αυτό που γύρευε, το λιποθυμισμένο άνθρωπο, τότε έβγαλε μια κραυγή, που ήταν όμως κραυγή νίκης. Ο αδελφός Πιερ έστειλε άλλο σινιάλο – άλλο χρώμα φωτοβολίδας- πως βρήκε οδοιπόρο, κι αμέσως άρχισε να στάζει στα παγωμένα χείλια του άγνωστου κονιάκ.

Ο οδοιπόρος σάλεψε, άρχισε να συνέρχεται. Τότε φτάσαν κι άλλοι μοναχοί. Δε θα μπορούσε να πει πώς ακριβώς έγινε. Ίσως επειδή πρώτη φορά λάβαινε μέρος σε ομάδα διάσωσης, ίσως γιατί η χαρά και η υπερηφάνεια τον συνεπήραν, μια και πέτυχε αυτή η πρώτη του έξοδος, ίσως γιατί ήταν αποκαμωμένος απ’ το τρέξιμο και το σκάψιμο, ίσως γιατί δεν είχε πείρα, ξέχασε τον Μπάρι.

Σιγουρεύτηκε πως ο τραυματισμένος δέθηκε γερά στο έλκηθρο κι ανάπνεε. Έτσι ακολούθησε τους άλλους μοναχούς, που κουβαλούσαν και τους υπόλοιπους οδοιπόρους. Ίσως, καθώς άκουγε τα άλλα σκυλιά να αλυχτούν, να πίστεψε πως μαζί τους ήταν και ο Μπάρι. Δεν ξέρει τι έφταιξε και, όσο γινότανε πιο γρήγορα, πήρε μαζί με τους υπόλοιπους το δρόμο για το μοναστήρι. Ο γυρισμός του φάνηκε πιο εύκολος, ο αγέρας τους έσπρωχνε από πίσω, ήταν πολλοί μαζί, δεν το κατάλαβε πώς έφτασε στο μοναστήρι.

Άνοιξε η βαριά εξώπορτα, οι νοσοκόμοι-αδελφοί πήγαν τους χτυπημένους στο κτίσμα που ήτανε νοσοκομείο. Και μόνο τότε, σαν είδε τους καλόγερους να παίρνουν τα σκυλιά να παν να τα ταΐσουν, μονάχα τότε αναζήτησε τον Μπάρι.

Σφύριξε… Τίποτα.
- Μπάρι, ψιθύρισε. Μπάρι, φώναξε. Μπάρι, ούρλιαξε.

Μα το γνώριμο γρύλισμα δεν τα’ άκουσε. Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία. Ο σκύλος είχε απομείνει στις χιονισμένες πλαγιές.

Δε δίστασε. Με έναν πήδο βρέθηκε στην εξώπορτα. Με τη φασαρία που επικρατούσε, κανείς δεν τον πήρε είδηση που την άνοιξε. Την έκλεισε πίσω του και, χωρίς να σκεφτεί, άρχισε να τρέχει μες στην χιονοθύελλα· ούτε τον αγέρα κατάλαβε, ούτε το χιόνι που τον μαστίγωνε. Ούτε πρόσεξε τον ουρανό, που είχε μπλαβιάσει και τον απειλούσε. Έβγαλε μια σφυρίχτρα και καλούσε τον Μπάρι μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του. Δεν ξέρει ποιους αδιάβατους δρόμους πήρε. Δεν ξέρει καν αν κινδύνεψε σ’ αυτά τα μονοπάτια. Είχε ξεχάσει τον εαυτό του και μόνο τον Μπάρι σκεφτόταν. Η φαντασία του τον έβλεπε ξεπαγιασμένο, άψυχο, να πεθαίνει χωρίς κανείς να βρίσκεται κοντά του. Προσευχήθηκε: «Θεέ μου, ας βρω τον Μπάρι!».

- Μπάρι! Όλο το είναι του τον φώναξε. Ολόκληρος είχε γίνει μια κραυγή.

- Μπάρι!

Και τότε μέσα στα ουρλιαχτά του αγέρα, σαν να ‘κουσε ένα παραπονεμένο κλάμα. Καρδιοχτύπησε. Λες ν ‘ταν ιδέα του; Μήπως το φαντάστηκε; Κι από πού άκουσε το κλάμα; Ίδιο λαγωνικό τέντωσε τ’ αυτιά του. Και τότε καθαρά πια έφτασε ως αυτόν το ίδιο παραπονεμένο κλάμα. Σαν παλαβός, ο αδελφός Πιερ έτρεξε προς τα εκεί που ακούστηκε ο Μπάρι. Περισσότερο το ένστικτο τον οδήγησε σε κείνο το μέρος. Μα πού να ψάξει; Απελπισμένος έβλεπε την πλαγιά. Κάπου εκεί ψυχομαχούσε ο Μπάρι, αλλά πού;

Τότε ήταν που άκουσε καθαρά το κλάμα του σκυλιού. Πηδούσε τώρα, δεν έτρεχε. Έφτασε κι άρχισε να σκάβει σαν τρελός. Όταν ξέθαψε το σκύλο, όταν άγγιξε το αγαπημένο του κρομί, τότε στάθηκε να πάρει μια ανάσα. Έπειτα πήρε το κορμί του στα χέρια, αγκαλιά, και άρχισε το δύσκολο αγώνα της επιστροφής. Ο Μπάρι ήταν βαρύς, ήταν κι ο ίδιος πολύ κουρασμένος κι η θύελλα μαινόταν γύρω τους. Μα ο αδελφός προχωρούσε για το μοναστήρι, για τη σωτηρία. Ο Μπάρι ανάπνεε τώρα βαριά. Κι ο Μπάρι έζησε.

Στιγμή δεν έφυγε από πλάι του ο αδελφός Πιερ. Τα φάρμακα τα ανακάτευε στο ζεστό γάλα και τάιζε με μπιμπερό το εξαντλημένο σκυλί. Κι ο Μπάρι, μ’ όλη την αδυναμία του, προσπαθούσε να σαλέψει την ουρά του, να ξαναδεθεί, προσπαθούσε για τη ζωή. Κι αυτό, για να μη λυπήσει το αφεντικό του· γι’ αυτό περισσότερο…

- Αδελφέ, έκανες μεγάλη αμαρτία. Κινδύνεψες για να σώσεις το σκυλί σου.

Ο ηγούμενος, όρθιος, κατσάδιαζε τον αδελφό Πιερ.

- Από θαύμα γύρισες ζωντανός. Έβαλες και σε κίνδυνο κι άλλους αδελφούς, που βγήκαν να σε αναζητήσουν. Ναός του Θεού είναι ο άνθρωπος, Κι εσύ δεν τον λογάριασες αυτόν το ναό του Θεού.

Ο Πιέρ είχε σκύψει το κεφάλι κι άκουγε τα σκληρά λόγια του ηγούμενου. Έτσι όμως δεν έβλεπε τα μάτια του ηγούμενου, που τον κοιτούσαν όλο αγάπη και στοργή.

- Πήγαινε, αδελφέ, θα μείνεις αμίλητος πέντε μέρες και θα πεις την προσευχή της Παρθένου διακόσιες φορές.

- Ευλόγησον, γέροντα, ψέλλισε ο αδελφός Πιερ ταπεινά.

Όχι, δεν είχε δει πόσο καμάρι είχαν τα μάτια του ηγούμενου.
Το άσυλο του Αγ. Βερνάρδου, λίγα μέτρα βόρεια από τα ιταλικά σύνορα (κίτρινη γραμμή) όπως φαίνεται στο Google Earth
Σχόλιο
Η ιστορία του μοναστηριού του Αγίου Βερνάρδου όπως μας περιγράφεται στις σελίδες 44-45 είναι αληθινή, όπως αληθινές είναι και οι πληροφορίες για τον Μπάρι τον Σωτήρα (Barry der Menschenretter), που έζησε μεταξύ 1800-1814 και έσωσε από τον θάνατο πάνω από 40 ανθρώπους. Όπως αναφέρεται και στο βιβλίο, ο ηρωικός σκύλος αφού πέθανε βαλσαμώθηκε και από τότε εκτίθεται στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Βέρνης. Ένα μνημείο στήθηκε προς τιμήν του στο κοιμητήριο ζώων του Παρισιού το 1900, ενώ το πιο εύρωστο κουτάβι που γεννιέται στο μοναστήρι, παίρνει ακόμα το όνομά του. Το 2004 συστήθηκε στην Ελβετία Ίδρυμα Barry du Grand Saint Bernard (στην ιστοσελίδα του οποίου πωλούνται σχετικά βιβλία, ημερολόγια, κτλ.), με στόχο την διατήρηση της συγκεκριμένης ράτσας. Ο γενναίος σκύλος έχει εμπνεύσει ποιητές και πεζογράφους, ενώ με θέμα τη ζωή του έχουν γυριστεί και κινηματογραφικές ταινίες. Περισσότερες λεπτομέρειες μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Παρότι οι ναζί είναι σαφέστατα οι "κακοί" του μυθιστορήματος, η συγγραφέας αποφεύγει να πέσει στην παγίδα της μονομέρειας και δημιουργεί για τον κάθε Γερμανό, ένα ξεχωριστό ψυχολογικό προφίλ. Ο συνταγματάρχης Γιόχαν Γιούγκερς παρουσιάζεται ως ανθρωπιστής με αρχές (σ.22) που νιώθει ντροπή (σ.128) για τους φανατισμένους συστρατιώτες του και τελικά έρχεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση (σ.131) μαζί τους. Στο αντίθετο άκρο, ο Βολφ Σουλτς που το βλέμμα του είναι γεμάτο μίσος (σ.128) μιλάει εχθρικά, όλο κακία (σ.111) και χαχανίζει σαρκαστικά. Ο Καρλ Σελ πάλι, εμφανίζεται ως θύμα του ναζιστικού μηχανισμού, αφού από τρυφερός και ευαίσθητος, έγινε αλλιώτικος από τότε που οργανώθηκε στη χιτλερική νεολαία (σ.22). Παρόμοιες αντιθέσεις παρατηρούμε όμως και στην ομάδα των Βρετανών κομάντος.
κάπως έτσι μπορούμε να φανταστούμε τον Βολφ (πηγή)

Η φιλία του Μπάρι με μια γάτα, όπως περιγράφεται στις σελίδες 85-88, ίσως κάνει κάποιους να αναρωτηθούν αν κάτι τέτοιο είναι πιθανό να συμβεί στην πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι πως όταν γάτες και σκύλοι μεγαλώνουν μαζί, δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα συμβίωσης. Και επειδή η Φύση πάντα μας εκπλήσσει, πρόσφατα εντοπίστηκε στη Φινλανδία μια ακόμα πιο περίεργη φιλία, ανάμεσα σε έναν λύκο και μια αρκούδα!
Χρήση στην τάξη
Στη σελίδα 90, διαβάζουμε την παρακάτω εξωτερική περιγραφή του Μπάρι. Μπορούν άραγε οι μαθητές μας να περιγράψουν με αντίστοιχο τρόπο ένα δικό τους, αγαπημένο ζώο;

Ο Μπάρι τώρα ήταν ένα εντυπωσιακό μεγαλόσωμο σκυλί με σωστές αναλογίες. Το κεφάλι του ήταν δυνατό, φαρδύ, με καμπυλωτό κρανίο και ρυτίδες στο μέτωπο. Τα μάτια του ήταν μεσαίου μεγέθους, σκούρα, με το κάτω βλέφαρο χαλαρό. Τ' αυτιά του, ούτε μεγάλα ούτε μικρά, πέφταν μαλακά κάτω. Η ουρά του ήταν χοντρή, μακριά, βαριά και σηκωνόταν μόνο όταν ήταν σε επιφυλακή. Ψηλός, περίπου 70 εκ. Το τρίχωμά του άσπρο με αποχρώσεις κοκκινωπές, είχε κηλίδες μεγάλες γκρι τιγρέ. Τα πόδια του και το φαρδύ του στήθος ήταν κάτασπρα· άσπρη ήταν και η περιοχή γύρω απ' τη μύτη του και η άκρη της ουράς του. Άσπρο είχε και στο μέτωπο, στο λαιμό και στο σβέρκο. Ποτέ το κόκκινο δεν μπερδευόταν με τ' άσπρο· ήταν καθορισμένες οι κηλίδες. Η τρίχα του πυκνή, σκληρή, καθιστή στο δέρμα, λεία...

Share/Bookmark

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Αταξίες στην τάξη (5): Παράσταση για κλάματα

Υπόθεση
Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου πλησιάζει και ο διευθυντής κύριος Ανδρόνικος ανακοινώνει ότι κάθε τάξη θα συμμετάσχει στη γιορτή ετοιμάζοντας τη δική της παρουσίαση. Το τμήμα του Πάνου αποφασίζει να ανεβάσει μια θεατρική παράσταση και οι μαθητές ορίζουν ομάδες συγγραφέων, σκηνοθετών και ηθοποιών. Όμως οι οιωνοί δεν είναι θετικοί: Ο Κεντάρ βλέπει στον ύπνο του τον Σίβα, το κάδρο του Κολοκοτρώνη φεύγει από τη θέση του στον τοίχο της αίθουσας και τα νεύρα της δασκάλας αρχίζουν να σπάνε... Οι καβγάδες, τα ατυχήματα και οι απανωτές γκάφες, προετοιμάζουν το έδαφος για μια παράσταση για κλάματα. Βέβαιοι για την αποτυχία, οι μαθητές-ηθοποιοί, αποφασίζουν την κρίσιμη μέρα να χαλαρώσουν, να αυτοσχεδιάσουν και να προσπαθήσουν να το ευχαριστηθούν, ακολουθώντας τη συμβουλή της δασκάλας θεατρικής αγωγής. Θα καταφέρουν άραγε να αντεπεξέλθουν στην πρόκληση ή τους περιμένει η οργή του διευθυντή;

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης
Εικονογράφηση: Κώστας Θεοχάρης
ISBN: 978-960-04-4491-9
Έτος 1ης Έκδοσης: 2014
Σελίδες: 100
Τιμή: περίπου 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ'

Ευχαριστούμε τον συγγραφέα και τις εκδόσεις για την προσφορά ενός αντιτύπου στη βιβλιοθήκη της τάξης μας!

Κριτική
Άλλη μια απολαυστική περιπέτεια από τη σειρά Αταξίες στην τάξη. Με απλή γραφή, σαφήνεια και άφθονο χιούμορ, ο Πάνος και οι συμμαθητές του επιστρέφουν, μοιράζοντας χαμόγελα και μεταφέροντας στους αναγνώστες μηνύματα για την ειρήνη, τη δημοκρατία, την ομαδικότητα, αλλά και την ανοχή στο διαφορετικό. Στα αρχικά κεφάλαια, ο συγγραφέας μας συστήνει ξανά τα κεντρικά πρόσωπα της τάξης και τους χαρακτήρες τους, κι έτσι ακόμα και όσοι δεν έχουν διαβάσει προηγούμενα βιβλία της σειράς, μπορούν εύκολα να μπουν στο κλίμα. Το βιβλίο χωρίζεται σε 11 μικρού μεγέθους κεφάλαια, έκτασης 5-11 σελίδων το καθένα. Οι πνευματώδεις διάλογοι, η κλιμακούμενη αγωνία και οι ανατροπές, κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη ζωηρό μέχρι το τέλος. Η ασπρόμαυρη εικονογράφηση, με μια ολοσέλιδη και 1-2 μικρότερες ζωγραφιές ανά κεφάλαιο, συνοδεύει διακριτικά το κείμενο, παρουσιάζοντας χαρακτηριστικές σκηνές από την πλοκή και ορισμένα από τα πρόσωπα που συμμετέχουν. Προτείνουμε το βιβλίο ανεπιφύλακτα σε μαθητές των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού, θα μπορούσαν όμως να το απολαύσουν και λίγο μικρότεροι ή μεγαλύτεροι μαθητές.

  • Απλότητα και σαφήνεια στη γραφή
  • Χιούμορ
  • Ωφέλιμα διδάγματα

Αξίες - Θέματα
Εκπαίδευση, Ιστορία, Περιπέτεια, Θέατρο, Συνεργασία, 28η Οκτωβρίου

Εικονογράφηση
Ασπρόμαυρη, με μια ολοσέλιδη και μια - δυο μικρότερες ζωγραφιές ανά κεφάλαιο, συνοδεύει διακριτικά το κείμενο, παρουσιάζοντας χαρακτηριστικές σκηνές από την πλοκή. 
Απόσπασμα
«Παιδιά, μπορείτε να κάνετε λίγη ησυχία, σας παρακαλώ;»

Τα λόγια του κυρίου Ανδρόνικου, του διευθυντή του σχολείου μας, είναι όλο ευγένεια. Μόνο όμως όταν τα βλέπεις γραμμένα στο χαρτί. Γιατί όταν είσαι εκεί και τα ακούς, αυτά τα «μπορείτε» και τα «σας παρακαλώ» μοιάζουν με βέλη βουτηγμένα σε δηλητήριο. Σαν εκείνα που έριξε ο Ηρακλής και ξεπάστρεψε τις Στυμφαλίδες όρνιθες στο πι και φι.

Ο κύριος Ανδρόνικος, βέβαια, δε μοιάζει και πολύ με τον Ηρακλή. Δε φοράει δηλαδή δέρμα λιονταριού, ούτε κρατάει ρόπαλο. Συνήθως φοράει γκρι σακάκι και κρατάει ένα μικρόφωνο.

Όλοι κάναμε ησυχία. Ο κύριος Ανδρόνικος πέρασε το κοφτερό βλέμμα του πάνω από τα κεφάλια μας και έδειξε με το δάχτυλό του ένα μικροσκοπικό δευτεράκι που στεκόταν μπροστά μπροστά:

«Εσύ, παιδί μου, με το κόκκινο μπουφάν. Ναι, εσύ στην πρώτη σειρά, θα ήθελες σε παρακαλώ, να μας πεις τι ημερομηνία έχουμε σήμερα;»

«Εεεε…» έκανε αυτό σαστισμένο. «Δεν… δεν ξέρω, κύριε…»

Ο κύριος Ανδρόνικος ξεφύσησε σαν φορτηγό που έχει πάθει λάστιχο.

«Έχουμε 20 Οκτωβρίου!» Βρυχήθηκε από το μικρόφωνο. «Όλοι μαζί! Πόσο έχουμε;»

«20 Οκτωβρίουουου!»

«Άρα σε οχτώ μέρες από σήμερα πόσο θα έχουμε;»

«28 Οκτωβρίουουου».

«Και τι γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου;» ρώτησε ο διευθυντής.

«Την Επανάσταση του Είκοσι ένααα», φώναξε ο Ιορδάνης.

Ευτυχώς, η φωνή του καλύφθηκε από ένα βουητό. Μέσα σ’ αυτό ξεχώριζες τις λέξεις: πόλεμος, Ιταλοί, Όχι…

Κλαπ!

Αυτό το τελευταίο δεν ήταν λέξη. Ήταν μια σβουριχτή καρπαζιά που έπεσε στο σβέρκο του Ιορδάνη. Δεν πρόλαβα να δω ποιος την έριξε. Μάλλον θα ήταν η Κλάρα. Συνήθως αυτή ρίχνει τις καρπαζιές.

Η Κλάρα είναι κορίτσι. Αυτό πρέπει να το τονίζουμε, γιατί συνήθως έχει την όψη νευριασμένου γορίλα. Είναι πανύψηλη, γεροδεμένη και έχει πολύ βαρύ χέρι. Είναι και αστέρι σε όλα τα αθλήματα – εκτός από τη ρυθμική γυμναστική φυσικά.

Τον Ιορδάνη, αντίθετα, δεν τον λες και αθλητικό τύπο. Να φανταστείτε, όταν ο κύριος Παντελής, ο γυμναστής, μας λέει να κάνουμε γύρους στο προαύλιο, ο Ιορδάνης αρχίζει να λαχανιάζει προτού καν αρχίσει να τρέχει. Και μόνο στην ιδέα δηλαδή. Με τους γύρους από το σουβλατζίδικο όμως δεν έχει το ίδιο πρόβλημα.

Ο Ιορδάνης λέει ότι δεν χρειάζεται τον αθλητισμό, γιατί θα γίνει επιχειρηματίας σαν τον πατέρα του, που έχει το μίνι μάρκετ στην πλατεία. Και πραγματικά, στο εμπόριο είναι μανούλα. Για παράδειγμα, κάθε μέρα τη στήνει στο κυλικείο και περιμένει να λιγοστέψουν τα ντόνατς. Μόλις μείνουν δύο, πάει και τα αγοράζει. Έπειτα πουλάει το ένα πενήντα λεπτά πιο ακριβά. Το άλλο το τρώει.

Ο κύριος Ανδρόνικος, στο μεταξύ, έλεγε τα δικά του. Ότι, δηλαδή, μια και την 28η Οκτωβρίου 1940 ξεκίνησε ο πόλεμος με τους Ιταλούς, εμείς πρέπει να τιμήσουμε τους παππούδες μας που πολέμησαν στα χιονισμένα βουνά. Και γι’ αυτό θα κάνουμε μια γιορτή.

«Σύμφωνα με την εγκύκλιο που ήρθε σήμερα από το υπουργείο, κάθε τμήμα θα αναλάβει να οργανώσει τη γιορτή του όπως θέλει. Θα δουλεύετε στην ώρα της ευέλικτης ζώνης. Ο δάσκαλός σας θα ορίσει δύο μαθητές που θα είναι υπεύθυνοι για τη γιορτή».

«Πάλι τα ίδια», αναστέναξε ο Μπρούνο.

Ο Μπρούνο μισεί την 28η Οκτωβρίου. Βλέπετε, η μαμά του είναι Ιταλίδα. Έτσι, κάθε χρόνο, όταν πλησιάζει αυτή η μέρα, τον φωνάζουμε μακαρονά και κορόιδο Μουσολίνι και τον παίρνουμε στο κυνήγι. Αυτός διαμαρτύρεται. Λέει ότι ο μπαμπάς του είναι Έλληνας, άρα δεν πρέπει να τον κυνηγάμε.

Έχει δίκιο, αλλά καλά να πάθει. Γιατί, βλέπετε, το έχει δίπορτο ο κύριος. Στο ποδόσφαιρο, για παράδειγμα, που τον συμφέρει, είναι πάντα Ιταλός. Και τις προάλλες, όταν έπαιζε η Εθνική Ελλάδας με την Ιταλία και χάσαμε 3-0, ο Μπρούνο μας έκανε τον έξυπνο. Έχει ο καιρός γυρίσματα, κύριε Μπρούνο!

Στην τάξη, η δασκάλα μας, η κυρία Μαργαρίτα, ρώτησε ποιοι θέλουν να είναι υπεύθυνοι για τη γιορτή.

Η Κίκη σήκωσε αμέσως το χέρι της. Το ίδιο και ο Κεντάρ.

«Κεντάρ, τι έκπληξη είναι αυτή; Θέλεις να είσαι υπεύθυνος για τη γιορτή;»

«Όχι, κυρία. Θέλω να πάω στην τουαλέτα», είπε ο Κεντάρ.

Η δασκάλα μας πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπειτα έδωσε την άδεια στον Κεντάρ να πάει στην τουαλέτα και όρισε την Κίκη υπεύθυνη για τη γιορτή.

«Τα πιάσαμε τα λεφτά μας», μουρμούρισε ο Νώντας.

Ήξερε τι έλεγε, αφού η Κίκη είναι ικανή να σε τρελάνει. Εκτός από το ότι έχει τσιριχτή φωνή που σου τρυπάει το τύμπανο, θέλει να το παίζει συνεχώς αρχηγός. Σκοπεύει, όταν μεγαλώσει, να γίνει πρωθυπουργός της χώρας, γι’ αυτό κάνει από τώρα προπόνηση. Ο μόνος που δεν τη βρίσκει κουραστική είναι ο Ιορδάνης. Εγώ πιστεύω ότι είναι ερωτευμένος μαζί της. Ο ίδιος βέβαια το αρνιέται. Όταν όμως τη λέω Κίρκη για να την τσατίσω…

«Μην τη λες έτσι», διαμαρτύρεται ο Ιορδάνης. «Στενοχωριέται».

Πείτε μου τώρα, έχω δίκιο ή όχι;

«Πάμε πάλι», έκανε η δασκάλα μας. «Ποιος θέλει να είναι υπεύθυνος μαζί με την Κίκη;»

Ο Ιορδάνης σήκωσε το χέρι το όσο πιο ψηλά μπορούσε. Ήταν ο μόνος που το έκανε κι έτσι η κυρία Μαργαρίτα τον επέλεξε.

Όταν χτύπησε το κουδούνι, ο Μπρούνο έφυγε σφαίρα για κάτω. Κανένας όμως δεν είχε όρεξη να τον κυνηγήσει. Για την ώρα, τουλάχιστον.
Σχόλιο
Παρότι το κωμικό στοιχείο είναι έντονο και σκόπιμα αγγίζει σε ορισμένες σκηνές τα όρια της φαρσοκωμωδίας, τα μηνύματα που περνούν μέσα από το κείμενο, είναι σαφή και σημαντικά.

Πρώτα απ' όλα, οι αναγνώστες βλέπουν πού μπορεί να οδηγήσει ο κοινωνικός αποκλεισμός ενός «διαφορετικού» μαθητή. Η στάση της (πολυπολιτισμικής!) τάξης προς τον Μπρούνο κάθε που πλησιάζει η 28η Οκτωβρίου, θυμίζει περίπτωση bullying. Ο Ελληνοϊταλός μαθητής βιώνει τη διάκριση, αφού τον αποκαλούν κοροϊδευτικά Μακαρονά και στα διαλείμματα είναι αναγκασμένος να τρέχει γιατί τον κυνηγούν. Αυτό τον οδηγεί σταδιακά (το ξέσπασμά του φαίνεται στις σ. 56-7, ενώ στις σ. 66-68 γυρίζει την πλάτη του στην ομάδα) στο να αποστασιοποιηθεί από τους συμμαθητές του και να εκδηλώσει αρνητική συμπεριφορά: Εσείς οι Έλληνες φταίτε, εσείς θα τα πληρώσετε, λέει (σ. 68), δείχνοντάς μας με σαφήνεια πως όταν αποκλείουμε κάποιον, μας αποκλείει και εκείνος, και πως η διχόνοια σε μια ομάδα μειώνει τη δύναμή της και μπορεί γενικά να έχει καταστροφικά αποτελέσματα.

Κάτι παρεμφερές που συνειδητοποιεί κανείς μέσα από την ιστορία, είναι η σημασία της σωστής οργάνωσης και της συνεργασίας, προκειμένου να επιτευχθεί ένα μεγάλο έργο. Οι μαθητές χωρίζονται σε ομάδες καθηκόντων που βασίζονται τόσο στην εργατικότητα (και τη διαφορετικότητα) των μελών τους, όσο και στο έργο των υπόλοιπων ομάδων. Έτσι, όταν οι τρεις μαθητές-συγγραφείς δεν καταφέρνουν να δουλέψουν μαζί και δεν παράγουν κάποιο έργο ως τη Δευτέρα, η υπόλοιπη τάξη δεν μπορεί να προχωρήσει στην προετοιμασία του θεατρικού. Η κυρία Μαργαρίτα τους καλεί να προσπαθήσουν ξανά. Δεν πειράζει, ας χάσουν λίγα μαθηματικά. Το μάθημα που θα πάρουν από τη συνεργασία είναι πολύ πιο σημαντικό (σ.35), δηλώνει με νόημα.

Ένα άλλο μήνυμα είναι ότι παρά τις αναποδιές, όποιος δεν τα παρατάει και συνεχίζει την προσπάθεια, επιτυγχάνει τελικά τους στόχους του. Το δυσοίωνο όραμα του Κεντάρ, η τεμπελιά του Μάρκου, τα αρνητικά σημάδια όπως η πτώση του κάδρου ή ο γρουσούζικος (!) αριθμός των ηθοποιών, τα διάφορα ατυχήματα που συμβαίνουν όπως η πτώση της Ειρήνης και το λέρωμα της στολής, υποχρεώνουν τους μαθητές να αλλάξουν προσέγγιση και να αναζητήσουν λύσεις, δεν καταφέρνουν όμως να τους πτοήσουν. Κοινώς, ο επιμένων νικά!

Τέλος, έχουμε ένα μήνυμα υπέρ της ειρήνης, αφού ο -πρώην στρατιώτης- παππούς Λουίτζι εξηγεί ξεκάθαρα ότι (σ.97) ο θάνατος είναι ο θριαμβευτής κάθε πολέμου. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από το παρακάτω animation που αναφέρεται στην κυριαρχία - αλληλοεξόντωση των λαών πάνω στη γη του Ισραήλ.
Γιατί όμως τότε πολεμάμε και σκοτωνόμαστε; Μάλλον επειδή για κάποιους ανθρώπους, η ματαιοδοξία και το χρήμα έχουν μεγαλύτερη αξία από την ίδια τη ζωή... Στο βιβλίο του Ian Kershaw Μοιραίες Επιλογές - Δέκα αποφάσεις που άλλαξαν τον κόσμο 1940-1941 (εκδ. Πατάκη), διαβάζουμε για τις συνθήκες μέσα από τις οποίες ο Μουσολίνι αποφάσισε να επιτεθεί στη χώρα μας.

Καταρχάς, δεν τίθεται αμφιβολία ότι ο Ιταλός δικτάτορας ήταν φιλοπόλεμος και έτοιμος για νέες κατακτήσεις... ήδη από τον Μάιο του 1940 δήλωνε (σ.221) «Είναι ταπεινωτικό να μένουμε με τα χέρια σταυρωμένα ενώ άλλοι γράφουν ιστορία... Για να κάνεις έναν λαό μεγάλο, είναι απαραίτητο να τον στείλεις στη μάχη ακόμα κι αν πρέπει να τον στείλεις κλοτσηδόν. Αυτό θα κάνω». Καθώς προέβλεπε ότι η Γερμανία θα έφτανε γρήγορα σε μια συντριπτική νίκη έναντι των Συμμάχων, επιθυμούσε να "μπει στο παιχνίδι" κι εκείνος, ώστε να αποκομίσει εδαφικά και οικονομικά κέρδη. Η φτωχή μας χώρα ωστόσο, δεν φαινόταν να τον ενδιαφέρει εξαρχής. Όπως δήλωνε τότε στον Γκράτσι (σ.237) «Η Ελλάδα δεν βρίσκεται στον δρόμο μας και δεν θέλουμε τίποτα από αυτή», ενώ ενημέρωνε τον (γαμπρό του και υπουργό Εξωτερικών) Τσιάνο ότι «δεν υπάρχει περίπτωση πολέμου με την Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι ξεροκόκαλο, και δεν αξίζει την απώλεια ούτε ενός Σαρδηνού γρεναδιέρου».

Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, χάρη στις κινήσεις του κόμη Τσιάνο, ο οποίος επιθυμούσε να αυξήσει την δική του ισχύ. Η Αλβανία λειτουργούσε ήδη (από το 1939) ως προσωπικό του φέουδο, υπό τη διοίκηση του ευνοούμενού του, Φραντσέσκο Τζακομόνι. Η προοπτική επέκτασης της επικράτειάς του προς τα νότια φαινόταν ελκυστική. Οι Γερμανοί ωστόσο (σ.241) ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα να μην εκδηλωθούν ανοικτά οι εντάσεις που σιγόβραζαν στα Βαλκάνια. Ο Χίτλερ είχε πει στον Τσιάνο στις 20 Ιουλίου ότι προσέδιδε «μεγάλη σημασία στη διατήρηση της ειρήνης στις περιοχές του Δούναβη και των Βαλκανίων». Σύμφωνα με την άποψή του, ο κύριος στρατιωτικός στόχος της Ιταλίας έπρεπε να εξακολουθήσει να είναι η Αίγυπτος και η διώρυγα του Σουέζ.

(σ.239) Στις 10 Αυγούστου ο Τσιάνο ξεσήκωσε την ευερέθιστη εχθρότητα του Μουσσολίνι προς την Ελλάδα. Ο Τζακομόνι είχε μεταφέρει στον Τσιάνο την ιστορία της ύπουλης εκτέλεσης από Έλληνες πράκτορες ενός Αλβανού μαχητή της ελευθερίας, του Νταούτ Χότζα, την οποία αυτός με τη σειρά του μετέφερε στον Μουσσολίνι ως ένδειξη της ελληνικής αναξιοπιστίας. Ο Νταούτ Χότζα στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν τοπικό ληστή και ζωοκλέφτη, με ένα μακρύ ιστορικό βίας και εγκληματικότητας, που είχε συλληφθεί και αποκεφαλιστεί από αντίπαλους εγκληματίες –Αλβανούς, όχι Έλληνες- δύο μήνες νωρίτερα. Αλλά ο Μουσσολίνι δε χρειαζόταν περισσότερα για να πειστεί. «Ο Ντούτσε σκέφτεται να αναλάβει δράση, γιατί από το 1923 [σ.σ. όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν για έναν μήνα την Κέρκυρα κατηγορώντας τους Έλληνες για τη δολοφονία του στρατηγού Ενρίκο Τελλίνι] έχει ορισμένους λογαριασμούς να τακτοποιήσει, και οι Έλληνες γελιούνται αν νομίζουν ότι έχει ξεχάσει» σημείωσε ο Τσιάνο μετά τη συνάντησή τους. Αμέσως ανέλαβε δράση ο ιταλικός προπαγανδιστικός μηχανισμός, εξυμνώντας τις πατριωτικές αρετές του Νταούτ Χότζα και επικρίνοντας δριμύτατα τη μεταχείριση των Αλβανών από την ελληνική μειονότητα στη συνοριακή περιοχή της Ηπείρου. (...) Χειριζόμενος έξυπνα την ψυχολογία του Ντούτσε και τη στιγμή, ο Τσιάνο άδραξε την ευκαιρία για να πιέσει για επίθεση εναντίον της Ελλάδας. Ο Μουσσολίνι, είχε στο νου του μια επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας. Αλλά ο Τσιάνο τώρα τον έπεισε χωρίς δυσκολία ότι και η Ελλάδα έπρεπε να περιληφθεί στα σχέδια για επέκταση στα Βαλκάνια. Έχοντας στερηθεί την ευκαιρία να κερδίσει τη δόξα στη Γαλλία, και αντιμέτωπος πλέον με την προοπτική καθυστέρησης [της επίθεσης] στη βόρεια Αφρική, ο Μουσσολίνι είδε τα θέλγητρα ενός εύκολου θριάμβου εναντίον των Ελλήνων, ενός έθνους που περιφρονούσε.

Την επόμενη μέρα, 11 Αυγούστου, ο Τσιάνο σημείωσε ότι ο Ντούτσε ήθελε πληροφορίες για την «Τσαμουριά» (η τότε ιταλική ονομασία για την Ήπειρο, που προέρχεται από την αλβανική λέξη για την περιοχή). Ο Μουσσολίνι είχε αρχίσει κινήσεις στο συγκεκριμένο ζήτημα, και είχε καλέσει τον Τζακομόνι και το στρατηγό κόμη Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα στη Ρώμη για συζητήσεις. Ο Μουσσολίνι «μίλησε για μια αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον της Ελλάδας προς τα τέλη Σεπτεμβρίου», κατέγραψε ο Τσιάνο. (...) Το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών είχε στο μεταξύ μάθει (…) ότι η Ελλάδα θα αντιστεκόταν σε κάθε επιθετική ενέργεια και θα αρνιόταν να ταπεινωθεί από την Ιταλία. «ακόμα κι αν αυτό ενέχει τον κίνδυνο να αφανιστεί». Το λαϊκό αίσθημα κατά της Ιταλίας ήταν έντονο. Η ελληνική κυβέρνηση θα είχε ισχυρή στήριξη στην απόφασή της να αντισταθεί στην ιταλική επέμβαση. Το συμπέρασμα ήταν το εξής: «Αν η Ιταλία πιστεύει ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να θέσει τις εδαφικές της διεκδικήσεις απέναντι στην Ελλάδα, κάνει λάθος». 

Ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών Ρίμπεντροπ επανέλαβε την ανάγκη να διατηρηθεί η ηρεμία στα Βαλκάνια όταν συναντήθηκε με τον Ιταλό πρέσβη Αλφιέρι στις 16 Αυγούστου [σ.σ. την επομένη του άνανδρου τορπιλισμού της Έλλης από το ιταλικό υποβρύχιο Delfino]. Ήταν κρίσιμης σημασίας, δήλωσε ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, η αποφυγή ενεργειών που θα διατάρασσαν το status quo στην περιοχή. Ωστόσο (σ.243) ο Τσιάνο έκανε ό,τι μπορούσε για να διασφαλίσει ότι το ζήτημα της Ελλάδας δε θα έμπαινε στο περιθώριο και συνέχισε να ανυπομονεί για την ανάληψη δράσης. Παραποίησε την ιταλική εκδοχή των πρακτικών της συνάντησής του με τον Ρίμπεντροπ για να διασφαλίσει ότι θα γινόταν μνεία στην αναγκαιότητα να προχωρήσουν «στην καταστροφή της Ελλάδας» - μια φράση που δεν εμφανίζεται στη γερμανική εκδοχή.

Όταν τον Οκτώβριο τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στο έδαφος της Ρουμανίας χωρίς ο Ιταλός ηγέτης να έχει ειδοποιηθεί (σ.246), η λύσσα του Μουσσολίνι ξεχείλισε. Εξοργισμένος με την προσβολή στο κύρος του ίδιου και της χώρας του, αδημονούσε να προβεί σε αντίποινα. «Ο Χίτλερ πάντα με φέρνει αντιμέτωπο με τετελεσμένα γεγονότα» είπε έξω φρενών στον Τσιάνο. «Αυτή τη φορά θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Θα μάθει από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Ελλάδα. Μ’ αυτό τον τρόπο θα αποκατασταθεί η ισορροπία».
Ολοκληρώνοντας, να σημειώσουμε ότι τόσο ο Κωνσταντίνος όσο και ο πατέρας του, που στην ιστορία αντιπροσωπεύουν ιδεολογικά τους οπαδούς του εθνικισμού (αλλά και του αναλφαβητισμού, του τραμπουκισμού, κτλ.), παρουσιάζονται ως παράδειγμα προς αποφυγή. Ο μεν μικρός, προσπαθώντας να μειώσει τον Ινδό συμμαθητή του και να φανεί ανώτερος από εκείνον, αποκαλύπτει πόσο αστοιχείωτος είναι ο ίδιος, αφού χαρακτηρίζει την πατρίδα μας κροτίδα της δημοκρατίας (21)... λίγο αργότερα (σ.34) τον αποκαλούν ανοιχτά ντουβάρι, που δεν ξέρει γρι από Ιστορία. Ο δε πατέρας του, εκτός από το ότι δεν έχει διαβάσει ούτε ένα βιβλίο στη ζωή του (σ.29), φέρεται άκομψα στον (προφανώς πολύ πιο μορφωμένο και ευγενικό) πατέρα του Κεντάρ κατά την παράσταση (σ.83), και τελικά γελοιοποιείται, αφού εκτός από μία καρπαζιά τρώει και ένα κάδρο (σ.91) με τη φωτογραφία του Μεταξά στο κεφάλι. Όσο για τον ίδιο τον δικτάτορα, που στο θεατρικό εμφανίζεται να ραπάρει (σ.86) αν πω ναι δεν θα ξέρω πού να κρυφτώ. Οι Έλληνες θα με κάνουν ψητό! ίσως και να αδικείται από τον συγκεκριμένο στίχο... αφού παρά την αντιδημοκρατική του διακυβέρνηση και τη φιλογερμανική του στάση, δύσκολα θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι επέλεξε τον πόλεμο με την Ιταλία φοβούμενος το πολιτικό κόστος.
Ιωάννης  Μεταξάς (πηγή)
Χρήση στην τάξη
Οι μύριες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η τάξη του Πάνου μέχρι να καταφέρει να οργανώσει και να ολοκληρώσει την παράσταση, θα μπορούσαν να εμπνεύσουν τη δημιουργία ενός επιτραπέζιου παιχνιδιού τύπου "φιδάκι". Νικητής ο παίκτης που θα καταφέρει να φτάσει πρώτος στο χειροκρότημα του κοινού. Μέχρι τον τερματισμό όμως, θα συναντήσει εμπόδια όπως "η Ειρήνη έσπασε το πόδι της! Γύρνα τρία τετράγωνα πίσω για να βρεις αντικαταστάτη" ή "ο Κεντάρ είδε στον ύπνο του τον Σίβα! Χάνεις τη σειρά σου για έναν γύρο", κτλ. αλλά και βοήθειες, όπως "ο πατέρας του Ιορδάνη χρηματοδοτεί την παράσταση, προχώρησε πέντε τετράγωνα!".
Επιτραπέζιο τύπου Φιδάκι, κατασκευασμένο από το
1ο Γυμνάσιο Βέροιας για το μάθημα της Πολιτικής Αγωγής (πηγή)
Χάρη στους ζωηρούς διαλόγους, το βιβλίο προσφέρεται ιδιαίτερα για θεατρική ανάγνωση ανά ζεύγη μαθητών. Εξίσου εύκολο και διασκεδαστικό, θα ήταν να αναπαραστήσουμε κάποιες από τις σκηνές του έργου που αγάπησαν τα παιδιά. Αν πάλι η τάξη μας έχει κλίση στη φαντασία, μια -λίγο πιο απαιτητική- δραστηριότητα δημιουργικής σκέψης / γραφής, θα μπορούσε να αντλήσει έμπνευση από τον «βρικόλακα» που εμφανίζεται στο θεατρικό και πίνει το αίμα των στρατιωτών. Περνώντας από τον συμβολισμό στην κυριολεξία (και από την γιορτή της 28ης Οκτωβρίου στο Χόλιγουντ), είναι οι μαθητές μας έτοιμοι να σκεφτούν άλλα πλάσματα του μυθικού βασιλείου που θα μπορούσαν να εμφανιστούν στο Αλβανικό μέτωπο; Και πώς θα επηρέαζαν αυτά τη σύρραξη; Θα προσπαθούσαν άραγε οι δυο στρατοί να τα προσεταιριστούν για λογαριασμό τους ή μήπως ως άνθρωποι θα ενώνονταν μπροστά στον κοινό κίνδυνο;
Λυκάνθρωπος στο Αλβανικό μέτωπο. Σύνθεση / διασκευή των εικόνων Α και Β

Share/Bookmark

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

Οφσάιντ

Υπόθεση
Αυστρία 1938. Ο μικρός Μάρκους είναι μεγάλος θαυμαστής του αρχηγού της εθνικής ομάδας, Ματίας Ζίντελαρ. Δεν βλέπει την ώρα να τον δει να αγωνίζεται σε λίγες μέρες, όταν και έχει οριστεί ο τελευταίος αγώνας της αυστριακής Wunderteam με την εθνική Γερμανίας, πριν την υποχρεωτική τους ένωση εξαιτίας της εισβολής των ναζί. Ο πατέρας του Μάρκους είναι μέλος μιας μυστικής αντιστασιακής ομάδας και προσπαθεί να πείσει τον παίκτη να μην παίξει. 

Την ημέρα του αγώνα, ο Μάρκους με τον πατέρα του είναι στο γήπεδο. Οι φήμες λένε ότι έχει ζητηθεί από τους παίκτες της Εθνικής Αυστρίας να χάσουν, όμως ο Ζίντελαρ παίζει παθιασμένα και οδηγεί την ομάδα του στη νίκη! Το πλήθος στις εξέδρες ζητωκραυγάζει, οι Γερμανοί επίσημοι χαιρετούν πικραμένοι, όμως ο αρχηγός τους ταπεινώνει, καθώς αρνείται να υψώσει το χέρι του ναζιστικά. Ο Μάρκους δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς συμβαίνει. Γιατί χειροκροτάει ο πατέρας του δακρυσμένος; 
  
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κόκκινο
Συγγραφέας: Fabrizio Silei
Μετάφραση: Ελένη Κατσαμά, Φίλιππος Μανδηλαράς
Εικονογράφηση: Maurizio A.C. Quarello
Τίτλος πρωτοτύπου: Fuorigioco
ISBN: 978-618-5005-12-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 2014 (στα ελληνικά 2014)
Σελίδες: 40
Τιμή: περίπου 13 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Συγκινητικό διήγημα, βασισμένο σε έναν πραγματικό ποδοσφαιρικό αγώνα που έλαβε χώρα στις 2 Απριλίου του 1938. Με σύντομες, κοφτές προτάσεις, η μετάφραση αναπαράγει την απειλητική ατμόσφαιρα της εποχής και αφήνει μια σκληρή γεύση, που ενισχύεται από την κάπως σκοτεινή, φωτορεαλιστική απόδοση των μορφών. Η έκδοση είναι φροντισμένη, σε μεγάλο μέγεθος, με σκληρό εξώφυλλο και χαρτί πολυτελείας. Παρά τις λίγες, κοντά 2.000 λέξεις του και την πλούσια εικονογράφηση, στοιχεία που θα μπορούσαν να παραπέμπουν σε ανάγνωσμα για μικρότερες ηλικίες, το βιβλίο απευθύνεται περισσότερο σε μαθητές γυμνασίου, μια και το περιεχόμενό του είναι αρκετά «βαρύ».

  • Πραγματικά γεγονότα
  • Ωφέλιμα μηνύματα
  • Πολυτελής έκδοση

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Αξιοπρέπεια, Ποδόσφαιρο

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όταν ο Ματίας Ζίντελαρ αποφασίζει να μην ανταποδώσει τον ναζιστικό χαιρετισμό, γεμίζοντας τους συμπατριώτες του με περηφάνια.

Εικονογράφηση
Πλούσια εικονογράφηση που μας δίνει μια ολοσέλιδη ζωγραφιά για κάθε σελίδα κειμένου και αρκετά όμορφα «σαλόνια» με στιγμιότυπα του ποδοσφαιρικού αγώνα. Το φωτορεαλιστικό στυλ απεικόνισης που έχει επιλέξει ο εικονογράφος, παραπέμπει σε σχέδια παλαιότερων δεκαετιών, αποδίδοντας το κλίμα της εποχής στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα.
Απόσπασμα 
Ο Ζίντελαρ και τα παιδιά της ομάδας έχουν αποφασίσει να παίξουν, 
αν και κυκλοφορούν φήμες πως τους έχει ζητηθεί να χάσουν. 

Είναι η μέρα του αγώνα.

Ο Μάρκους και ο πατέρας του μπαίνουν στο κατάμεστο στάδιο Πράτερ
πιασμένοι χέρι-χέρι για να μη χαθούν.

Στην εξέδρα των επισήμων κάθεται επιβλητικός ο υπεύθυνος
αθλητισμού της ναζιστικής Γερμανίας. Από τα μεγάφωνα ακούγονται
εμβατήρια και προπαγανδιστικές ανακοινώσεις. 

Η κάμερα καταγράφει τα πάντα γι ανα μην ξεχάσουν
οι επόμενες γενιές τη μεγάλη μέρα. Η ομάδα της Γερμανίας
θεωρείται από τις εφημερίδες το μεγάλο φαβορί.

Ο πατέρας του Μάρκους έχει μαζί του την ερυθρόλευκη σημαία
της Βούντερτιμ με την ασπίδα και τον αυστριακό αετό.

Οι παίκτες μπαίνουν στο γήπεδο. 

Ο πατέρας του Μάρκους ελπίζει με όλη του την ψυχή 
να μην είναι ανάμεσα τους ο Ζίντελαρ. Είναι, όμως...

Απέτυχε.

Ο Μάρκους πετάγεται όρθιος.
«Να ο Ζίντελαρ! Τον βλέπεις; Σιγά μην τον συλλάμβαναν. Είναι ακόμη αρχηγός!»

«Καλά, εσύ με ποιους είσαι; Με τους Γερμανούς ή με μας;» τον ρωτάει σοβαρός ο πατέρας.

«Το ρωτάς; Με μας είμαι. Με τον Ζίντελαρ! Κι έπειτα, 
το ίδιο δεν είναι; Αύριο θα είμαστε μια ενωμένη, ανίκητη ομάδα
όπως είμαστε ήδη ένα ενωμένο έθνος!» καταλήγει χαρούμενος ο Μάρκους

«Αφού το λες...» μουρμουρίζει ο πατέρας.

Στο στάδιο Πράτερ ακούγεται το σφύριγμα της έναρξης του αγώνα.

Το παιχνίδι είναι απ' την αρχή πολύ σκληρό. Γρήγορα καταλαβαίνει
κανείς ότι κάθε άλλο παρά φιλικό είναι. Οι Γερμανοί ρίχνονται δυνατά
στην επίθεση κι ο Αυστριακός τερματοφύλακας αναγκάζεται να κάνει 
μερικές εκπληκτικές αποκρούσεις.

Οι οπαδοί τον αποθεώνουν, ενώ η γεμάτη με Γερμανούς και ναζί 
εξέδρα των επισήμων χειροκροτεί περιμένοντας το γκολ.

Σύντομα, όμως, οι παίκτες της Βούντερτιμ ισορροπούν το παιχνίδι 
και μοιάζουν να ξεχνάνε το ειδικό βάρος του αντιπάλου τους.

Είναι ξεκάθαρο πια ότι βρίσκονται εκεί για να κάνουν αυτό
που ξέρουν να κάνουν καλύτερα: να παίζουν ποδόσφαιρο.

Ναι. Παίζουν για τη νίκη κα μόνο για τη νίκη!

Στο 17ο λεπτό του δευτέρου ημιχρόνου ο Ζίντελαρ πετάγεται 
ανάμεσα σε δύο αντιπάλους και καταφέρνει να σκοράρει.

Το γήπεδο ξεσπάει σε πανηγυρισμούς και ο Μάρκους 
με τον πατέρα του σηκώνονται όρθιοι, χειροκροτούν και αγκαλιάζονται.
Σχόλια
Ακόμα και μέτριας εμπειρίας αναγνώστες, μαθητές της Στ' που διάβασαν το βιβλίο, φαίνεται πως βρήκαν κάποια σημεία δυσνόητα. Θεωρώ ότι αν θέλουμε να παρουσιάσουμε το βιβιλίο στην τάξη, ίσως θα μπορούσε να βοηθήσει μια εισαγωγή με πληροφορίες για το Anschluss και την κατάσταση στην Αυστρία του μεσοπολέμου, αφού οι προϋπάρχουσες σχετικές γνώσεις των Έλληνων μαθητών είναι ελάχιστες.
Η υποδοχή των Γερμανών από τους Αυστριακούς
Τα δύο προσωνύμια του Sindelar ήταν "ο χάρτινος" (Der Papierene - Man of Paper) και "ο Μότσαρτ του ποδοσφαίρου". Σχετικά με το δεύτερο, δεν νομίζω ότι χρειάζεται κάποια εξήγηση, αφού ο παίκτης (παρότι οι γονείς του ήταν μετανάστες από το Koslov της Μοραβίας) μεγάλωσε στην Αυστρία, την πατρίδα του μεγάλου μουσουργού. Σχετικά με το πρώτο του παρατσούκλι, η κυρίαρχη άποψη θεωρεί πως του δόθηκε εξαιτίας της ισχνής σωματικής του διάπλασης, ενώ μια άλλη που έχει τη βάση της στον αγγλικό τύπο, συνδέεται με την έκφραση μόνο ένας άνθρωπος από χαρτί θα μπορούσε να περάσει μέσα από τόσο σφιχτές άμυνες!
Ο "χάρτινος" Ζίντελαρ προσποιείται και οι αντίπαλοι αμυντικοί σωριάζονται στο γρασίδι (πηγή)
Όπως ωστόσο αποδείχτηκε από την ηρωική του συμπεριφορά, η καρδιά του μόνο χάρτινη δεν ήταν... Για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε το πόση γενναιότητα απαιτούσε η πράξη του να μην χαιρετίσει ναζιστικά τους Γερμανούς επισήμους, αλλά και το μέγεθος της προσβολής προς το καθεστώς του Χίτλερ, αρκεί να αναφέρουμε το ακόλουθο γεγονός: Στις 14 Μαΐου του 1938, έναν περίπου μήνα μετά το παιχνίδι που περιγράφεται στο βιβλίο, η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Αγγλίας βρέθηκε στο Βερολίνο για έναν φιλικό αγώνα, που σκοπό είχε να κατευνάσει τα (πολιτικά) πνεύματα. Οι παίκτες της, ακολουθώντας αναντίρρητα τις άνωθεν εντολές τους (βλ. πρωθυπουργός Τσάμπερλαιν), ύψωσαν ομαδικά το χέρι και χαιρέτισαν ναζιστικά το πλήθος, κάτι που βέβαια ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην πατρίδα τους.
Η εθνική Αγγλίας (αριστερά) σε μια γκρίζα στιγμή της ιστορίας της (πηγή)
Πόσο εύκολο είναι άραγε να ακολουθήσεις τον σωστό δρόμο, όταν όλοι οι υπόλοιποι κάνουν το αντίθετο; Το κοινωνικό πείραμα συμμόρφωσης που πραγματοποίησε το 1951 ο Solomon Asch, απέδειξε ότι οι άνθρωποι προτιμούμε να διαλέγουμε το λάθος, παρά να διαλέγουμε το διαφορετικό. Κάτι που σημαίνει φυσικά ότι το να ορθώνει κανείς το ανάστημά του απέναντι σε ένα ολόκληρο καθεστώς, απαιτεί αξιοπρέπεια και τεράστια αποθέματα θάρρους. Ο Sindelar, ωστόσο, δεν πρέπει να ένιωθε πως με τη γενναία του πράξη σήκωνε κάποιον σταυρό μόνος ενάντια σε όλους. Ήξερε ότι αντιπροσώπευε χιλιάδες Αυστριακούς που ήθελαν την πατρίδα τους ανεξάρτητη, αλλά και πως η στάση του θα τους γέμιζε υπερηφάνεια. Για να παινέψουμε το σπίτι μας, να θυμίσουμε και την αντίστοιχη δήλωση αξιοπρέπειας - απάντηση του Μενέλαου Λουντέμη στο δικαστήριο το 1956, όταν μετά από 8 χρόνια εξορίας του ζήτησαν να αποκηρύξει τα πολιτικά του πιστεύω: Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ, απάντησε.
Η φωτογραφία που ενέπνευσε το εξώφυλλο του βιβλίου (πηγή)
Χρήση στην τάξη
Το ποδόσφαιρο είναι με διαφορά το πλέον αγαπημένο άθλημα ανάμεσα στις μικρές ηλικίες. Οι μαθητές τα τελευταία χρόνια είναι συνήθως χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα: το ένα υποστηρίζει τον (δυστυχώς τραυματία αυτό τον καιρό) Μέσι και το άλλο τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Παίκτες με μεγάλο ταλέντο, αλλά και εντελώς διαφορετικούς σε χαρακτήρα. Είναι λοιπόν μάλλον εύκολο να συζητήσουμε με τα παιδιά της τάξης, το πόση σημασία μπορεί να έχει για τους θαυμαστές η προσωπικότητα και οι επιλογές ενός ποδοσφαιριστή. Πώς μπορεί να ένιωσαν οι μικροί φίλοι του Ζίντελαρ για την αντιναζιστική του ενέργεια; Εσείς, αν κάποτε φτάνατε στο ψηλότερο σκαλοπάτι του ποδοσφαιρικού οικοδομήματος, τι μήνυμα θα θέλατε να στέλνει η εικόνα σας στα παιδιά που θα σας θεωρούσαν πρότυπο; 

Μια ιδέα για να αξιοποιήσουμε το βιβλίο στην τάξη, θα ήταν το θεατρικό παιχνίδι: Αναπαριστώντας τη σκηνή όπου ο Ματίας κάθεται στην πολυθρόνα και η αρραβωνιαστικιά του τού αποκαλύπτει το συμβάν με τον πατέρα του Μάρκους έξω από την καφετέρια, παγώνουμε την εικόνα και καλούμε τους μαθητές σε ανίχνευση σκέψης του πρωταγωνιστή: με τη σειρά, καθένας τους πλησιάζει αργά πίσω του, τον αγγίζει ελαφρά στον ώμο και λέει δυνατά μια σκέψη που μπορεί ο ποδοσφαιριστής να είχε εκείνο το βράδυ, αποκαλύπτοντας το δίλημμα στο οποίο βρισκόταν. Να προδώσει τα ιδανικά του ή να δώσει τέλος στην καριέρα του, βάζοντας σε κίνδυνο τον ίδιο και την οικογένειά του; Αν ο χρόνος δεν επαρκεί, μπορείτε αντίστοιχα να οργανώσετε έναν διάδρομο σκέψης. Περισσότερα και αναλυτικότερα για παρόμοια παιχνίδια μπορείτε να διαβάσετε σε αυτό το έντυπο.
το μνήμα του Ζίντελαρ στην Βιέννη στολίζει μια μπάλα (πηγή)
Στο μάθημα των εικαστικών, θα μπορούσαμε να στήσουμε ένα μικρό κόμικ γύρω από την ιστορία του σπουδαίου αθλητή, καλώντας τους μαθητές να αποδώσουν την σκηνή του βιβλίου που τους έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, ή μια περίληψη του βιβλίου μέσα σε 6 τετράγωνα ενός χαρτιού μεγέθους Α4. Καλή διασκέδαση!
εξώφυλλο από κόμικ με τη ζωή του Ζίντελαρ (πηγή)

Share/Bookmark

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Η μελωδία της ευτυχίας

Υπόθεση
Αυστρία, 1926. Σ' ένα γυναικείο μοναστήρι Βενεδικτίνων στο Νόνμπεργκ των Άλπεων, μια ζωηρή δόκιμη με σπουδές νηπιαγωγού καλείται να εγκαταλείψει τη μονή για λίγους μήνες, ώστε να αναλάβει την διαπαιδαγώγηση της μικρής κόρης ενός απόστρατου πλοιάρχου του Αυστριακού Ναυτικού. Ταξιδεύει στο Άιγκεν και γνωρίζεται με τον πικραμένο χήρο και τα 7 παιδιά του. Η Μαρία καταφέρνει να τους δώσει πάλι χαρά, παίζοντας τραγούδια με την κιθάρα της. Η ζέστη επιστρέφει έτσι σιγά σιγά στην οικογένεια, ο πλοίαρχος σύντομα ερωτεύεται την νεαρή παιδαγωγό και τη ζητάει σε γάμο. Λίγα χρόνια μετά έρχεται το κραχ και η περιουσία των φον Τραπ εξανεμίζεται. Αναγκάζονται να απολύσουν προσωπικό και να νοικιάσουν τα δωμάτια του αρχοντικού τους σε φοιτητές, ενώ ταυτόχρονα αρχίζουν να τραγουδούν πιο σοβαρά και συστηματικά. Η διάσημη σοπράνο Lotte Lehmann τους ακούει τυχαία το 1936 και τους παρακινεί να συμμετάσχουν σ' ένα φεστιβάλ συγκροτημάτων. Η οικογενειακή χορωδία κερδίζει την πρώτη θέση και μέσα από μια σειρά ευτυχών συμπτώσεων, οδηγείται στην πρώτη της ευρωπαϊκή περιοδεία! Τον Μάρτιο του 1938, οι Γερμανοί προσαρτούν την Αυστρία και λίγους μήνες μετά η οικογένεια αποφασίζει να δραπετεύσει προς την ελευθερία.
  
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ατραπός (διαθέσιμο και από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος)
Συγγραφέας: Μαρία φον Τραπ
Διασκευή: Γ. Μπόρας
Εικονογράφηση: Γιάννα Δελφίνο (εξώφυλλο)
ISBN: 960-8325-45-5
Έτος 1ης Έκδοσης: 2004
Σελίδες: 163
Τιμή: περίπου 8 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά: εδώ  
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Υπέροχο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που μας ταξιδεύει στην Αυστρία του μεσοπολέμου για να μας αφηγηθεί τις περιπέτειες της πολυτάλαντης, θεοσεβούμενης αλλά και λίγο αφελούς Μαρίας φον Τραπ και της οικογένειάς της, ενώ ταυτόχρονα μας μεταφέρει μηνύματα πίστης, αξιοπρέπειας και αγάπης για τη μουσική. Η παρούσα διασκευή είναι αρκετά καλή, η γλώσσα ρέει και δεν δημιουργεί προβλήματα κατανόησης, η έκδοση ωστόσο θα μπορούσε να είναι πιο προσεγμένη ώστε να αποφευχθούν τα αρκετά τυπογραφικά και λάθη όπως η αντίστροφη εκτύπωση των σελίδων 158-159. Η πλοκή χωρίζεται σε 13 κεφάλαια των 6-20 σελίδων που, παρά την απουσία εικονογράφησης και τη σελιδοποίηση τύπου μπετόν, διαβάζονται ιδιαίτερα ευχάριστα. Εξαίρεση, κάποιες μακροσκελείς (παρότι ενθουσιώδεις) περιγραφές εθίμων (π.χ. κεφάλαιο 6) που δημιουργούν "κοιλιά" και είναι πιθανό να κουράσουν τους λιγότερο αποφασισμένους αναγνώστες. Το προτείνουμε σε μαθητές της Στ' και του Γυμνασίου, ενώ για τους μικρότερους η ίδια ιστορία κυκλοφορεί και από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος (βλ. εξώφυλλο που ακολουθεί), με ασπρόμαυρη εικονογράφηση, κεφάλαια των 3-6 σελίδων, απλοποιημένη σύνταξη, αλλά και λιγότερη έμπνευση. 

  • Πληροφορίες για την ζωή στην Αυστρία του μεσοπολέμου
  • Χιούμορ
  • Ενδιαφέρουσα πλοκή
  • Ωφέλιμες αξίες

  • Απουσία εικονογράφησης, χαρτών, ντοκουμέντων
  • Σημεία με "κοιλιά" στην πλοκή

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Μουσική, Αξιοπρέπεια, Θρησκευτική πίστη, Οικογένεια

Εικονογράφηση
Απόσπασμα
Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο ζάμπλουτοι μεγιστάνες να χάσουν μέσα σε λίγες στιγμές όλη τους την περιουσία. Όταν διαβάζεις γι’ αυτές τις «απώλειες» στα μυθιστορήματα ή τις παρακολουθείς να ζωντανεύουν σε μια θεατρική σκηνή, τις βρίσκεις πολύ δραματικές. Όμως, όταν τις ζεις εσύ ο ίδιος, είναι μια εντελώς διαφορετική εμπειρία. Η φωνή που ανακοίνωσε την πτώχευση της τράπεζάς μας, έκλεισε οριστικά ένα πολύ άνετο και όμορφο κεφάλαιο της ζωής μας: το κεφάλαιο «πλούσιοι».

Η τράπεζα στην οποία είχαμε τις καταθέσεις μας ανήκε σε κάποια κυρία Λάμερ. Την ίδια περίπου εποχή, ο Χίτλερ και οι Ναζί του, στην άλλη μεριά των συνόρων, είχαν αρχίσει να δημιουργούν προβλήματα στη μικρή Αυστρία. Για να την αναγκάσουν να σκύψει το κεφάλι, είχαν απαγορέψει κάθε λογής οικονομικές συναλλαγές μαζί της, κόβοντάς της έτσι τον ομφάλιο λώρο. Αυτό προκάλεσε σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία και πολλοί τραπεζίτες – ανάμεσά τους και η κυρία Λάμερ- άρχισαν ν’ ανησυχούν για το μέλλον. Ο σύζυγός μου γνώριζε την κυρία Λάμερ, την εκτιμούσε πολύ και τη θεωρούσε γενναία και πανέξυπνη γυναίκα. Όταν πληροφορήθηκε πως η τράπεζά της αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, σήκωσε όλα τα κεφάλαιά του-που ήταν απολύτως ασφαλή σε μια εγγλέζικη τράπεζα- και τα κατέθεσε στην τράπεζά της, για να τη σώσει. Ο άμοιρος ο σύζυγός μου δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τις τύψεις.

«Δεν έπρεπε να είχα πάρει τα λεφτά μου από την Αγγλία» θρηνούσε. «Δεν έπρεπε! Αχ, τι θ’ απογίνουν τώρα τα παιδιά μου;»

«Για να σου πω» του είπα μια μέρα «δεν τα πήρες τα λεφτά για να γλεντήσει. Ήθελες να βοηθήσεις κάποιον που αντιμετώπιζε προβλήματα, έτσι δεν είναι; Για ποιο λόγο διαβάζουμε τόσα χρόνια το Ευαγγέλιο; Δε θυμάσαι που λέει πως ό, τι κάνουμε από αγάπη προς Εκείνον θα μας το ανταποδώσει εκατονταπλάσιο σε τούτη τη ζωή και θα εξασφαλίσουμε, επιπλέον, την αιώνια ζωή;»

Εξάλλου, δεν μπορώ να πω ότι πεθαίναμε της πείνας. Έπρεπε όμως ν’ αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Είχαμε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας μας, έμεναν όμως αρκετά για να πληρώνουμε τους απαραίτητους λογαριασμούς και να τα φέρνουμε βόλτα, φτάνει να ζούσαμε απλά. Υπήρχε, ακόμα, μια σεβαστή ακίνητη περιουσία, αρκετά μεγάλης αξίας. Αυτή όμως δεν είχαμε σκοπό να την αγγίξουμε: θα έμενε για ώρα μεγάλης ανάγκης, ώστε να εξασφαλίσουμε το μέλλον των παιδιών. Έπρεπε συνεπώς να προσαρμοστούμε σ’ ένα χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο: πουλήσαμε το αυτοκίνητο, απολύσαμε έξι από τους οχτώ υπηρέτες – έμειναν μόνο ο μπάτλερ και η μαγείρισσα- κλειδώσαμε τα μεγάλα δωμάτια στο ισόγειο και στο δεύτερο όροφο και εγκατασταθήκαμε όλοι μαζί στον τρίτο, όπου θα τα βγάζαμε πέρα χωρίς καμαριέρα. Ο κακομοίρης ο άντρας μου ένιωθε σαν ζητιάνος. Δεν του έπαιρνες πια λέξη και τον λυπόμουν πολύ όταν το έβλεπα να πηγαινοέρχεται απελπισμένος στο δωμάτιο, πάνω κάτω, μασουλώντας την άκρη του μουστακιού του.

Σαν αν μην έφταναν όλες οι άλλες σκοτούρες του, τον εκνεύριζα από πάνω κι εγώ. Για πολλούς και διάφορους λόγους, δεν μπορούσα να συμμεριστώ την απελπισία του. Από την πρώτη κιόλας στιγμή όταν μάθαμε πως χάσαμε τα λεφτά μας, αισθάνθηκα μια παράξενη προσδοκία. Ένιωσα να φεύγει από πάνω μου ένα βάρος και, μόλο που πάσχιζα σκληρά, δεν μπορούσα να δείχνω αποκαρδιωμένη. Μήπως αισθανόμουν άραγε -αμυδρά- πως άρχιζε το μεγάλο κρεσέντο του τραγουδιού της ζωής μας, που θα συνεχιζόταν από εδώ και πέρα χωρίς διακοπή;

Η «εκατονταπλάσια ανταμοιβή» εμφανίστηκε σχεδόν αμέσως, με την αντίδραση των παιδιών: αδιαφορώντας τελείως για το αν είχαμε αυτοκίνητο ή όχι, προθυμοποιήθηκαν ν’ αναλάβουν νέα καθήκοντα, ευθύνες και υποχρεώσεις, κι όχι μοιρολατρικά και μουτρωμένα, αλλά ανασκουμπώνοντας αποφασιστικά τα μανίκια!

Εκείνη την εποχή, από το σπίτι έλειπε μόνο ο Ρούπερτ, ο μεγαλύτερος. Έμενε στο Ίνσμπρουκ, όπου προετοιμαζόταν για την Ιατρική Σχολή, και τον επισκέφθηκα για να του ανακοινώσω τα δυσάρεστα νέα –πως όχι μόνο κοβόταν το γενναίο χαρτζιλίκι του, αλλά θα έπρεπε να εργαστεί για να τελειώσει το πανεπιστήμιο. Γύρισα στο σπίτι λάμποντας από ενθουσιασμό.

«Τελικά, Γκέοργκ, είμαστε τυχεροί που χάσαμε τα λεφτά μας! Πώς αλλιώς θα διαπιστώναμε πόσο καλά παιδιά έχουμε;»

Του εξήγησα πως ο Ρούπερτ είχε δεχτεί την καταστροφή με το χαμόγελο –κι αυτό το χαμόγελο του αγοριού κατάφερε επιτέλους να φωτίσει το σκυθρωπό πρόσωπο του πατέρα του. Βλέποντας τον άντρα μου να χαμογελάει περήφανος, μετά από τόσα μερόνυχτα πίκρας, κόντεψα να τρελαθώ απ’ τη χαρά μου. Όμως ακόμα κι η πολλή χαρά πρέπει να μοιράζεται, γιατί αλλιώς καταντάει πόνος. Έτσι, αγκάλιαζα κι έσφιγγα τον καημένο τον άντρα μου με όλη μου τη δύναμη, μέχρι που εκείνος ξεγλίστρησε από τα χέρια μου γελώντας και προσπάθησε να ξαναβρεί την ανάσα του.

«Τι έπαθες, μπορείς να μου πεις; Κάνεις λες και κέρδισες ένα εκατομμύριο δολάρια!»

«Μόνο;» απάντησα. «Μόλις τώρα ανακάλυψα πως δεν ήμασταν πραγματικά πλούσιοι, απλώς είχαμε κατά τύχη πολλά χρήματα. Γι’ αυτό και δε θα γίνουμε ποτέ φτωχοί. Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι τώρα που ξέρω πως δεν ανήκουμε σ’ εκείνους που θα δυσκολευτούν πολύ να μπουν στο βασίλειο του Θεού».

Όμως, παρά τον ενθουσιασμό μου, κάτι έπρεπε να γίνει. Έπρεπε να εξασφαλίσουμε τουλάχιστον τα απαραίτητα. Πώς όμως;

Εκείνες τις μέρες θερίσαμε τους πρώτους καρπούς από την ευλογημένη συνήθεια που είχαμε σπείρει πριν από πολλά χρόνια: να διαβάζουμε το Ευαγγέλιο μαζί με τα παιδιά. Σε κάθε σταυροδρόμι, κάθε δύσκολη στιγμή, εμφανιζόταν μια ρήση που έλεγες πως είχε φτιαχτεί ειδικά για τη συγκεκριμένη περίσταση. «Ό, τι ζητήσετε, αυτό θα λάβετε» είχε πει ο Κύριός μας.

«Ό, τι ζητήσουμε». Αρχίσαμε λοιπόν ν’ αναζητούμε τη σωστή διαφώτιση, τη σωστή καθοδήγηση, κι η απάντηση βρισκόταν πολύ κοντά μας, στο Νόνμπεργκ. Πήγα εκεί και ζήτησα από τις καλόγριες να μας βοηθήσουν σ’ αυτή τη δύσκολη ώρα.

«Γιατί δε ζητάτε από τον Αρχιεπίσκοπο άδεια να φτιάξετε ένα παρεκκλήσι, όπως κάνουν σε τόσα άλλα κάστρα και σπίτια;» πρότεινε η Αδελφή Ραφαέλα. «Είμαι σίγουρη, μάλιστα, ότι θα στείλει κάποιον ιερέα να μείνει μαζί σας, και μπορείτε να νοικιάζετε τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού σε φοιτητές του Καθολικού Πανεπιστημίου».

Τόσο απλό! Ο καλοσυνάτος Αρχιεπίσκοπος Ιγνάτιος μας έδωσε πρόθυμα την άδεια. Το μεγάλο δωμάτιο του ισογείου, που δεν το χρησιμοποιούσαμε πια, φαινόταν ιδανικό για το σκοπό μας, με τη μεγάλη γωνιακή μπαλκονόπορτα, όπου στήθηκε ο βωμός· τα στασίδια τοποθετήθηκαν στο μήκος των τοίχων, αντικριστά, όπως στα παλιά, γραφικά παρεκκλήσια των μοναστηριών. Ο πάστορας της ενορίας μας, μας παραχώρησε τα πιο απαραίτητα άμφια και σκεύη. Ένας καθηγητής της Θεολογικής Σχολής αναζητούσε ένα ήσυχο μέρος για να γράψει κάποιο φιλοσοφικό βιβλίο. Ήταν ο πρώτος μας ένοικος κι ανέλαβε να κάνει την πρωινή λειτουργία. Εκείνες τις μέρες, όταν ήμαστε μόνοι, ο άντρας μου, μου έλεγε βιαστικά: «Ναι, είμαστε τυχεροί, και μακαρίζω το Θεό που ήρθαν έτσι τα πράγματα».

Μα πραγματικά, δεν ήμασταν τυχεροί; Πρώτη φορά δεθήκαμε τόσο πολύ ο ένας με τον άλλον, και μόνο τώρα, χάρη στη μεγαλοψυχία του Θεού, είχαμε διακρίνει τις αρετές των παιδιών μας· ούτε ένα μουρμουρητό, ούτε ένα παράπονο… Και ποτέ πριν δεν είχαμε ανάμεσά μας έναν ιερέα ή ένα παρεκκλήσι και τη Θεία Ευχαριστία μέσα στο σπίτι μας. Αυτό πια δεν ήταν τύχη – ήταν ευλογία!

Τώρα δεν ξέρω ποια λέξη να χρησιμοποιήσω· ήταν άραγε αστείο, κωμικό ή αξιοθρήνητο να παρακολουθούμε τις αντιδράσεις των πλούσιων γειτόνων μας; Φαίνεται πως ένα από τα χειρότερα πράγματα που μπορεί να πάθει ένας πλούσιος είναι να υποψιαστεί ότι τον πλησιάζεις για να του ζητήσεις λεφτά. Προβλέποντας έναν τόσο σοβαρό κίνδυνο, πρέπει να τον αποτρέψει με κάθε θυσία. Έτσι, όποτε οι παλιοί μας φίλοι συναντούσαν τον άντρα μου, άρχιζαν να του λένε πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα και πόσο «ζορίζονταν» κι εκείνοι να τα βγάλουν πέρα. Μια μέρα ο Γκέοργκ γύρισε έξαλλος στο σπίτι.

«Αν σου πω τι μου συνέβη, δε θα το πιστέψεις!»

«Άντε πάλι!» σκέφτηκα, βλέποντάς τον να βηματίζει πάνω κάτω, μασουλώντας το μουστάκι του.

«Πρώτα συνάντησα τον Μάξι» (ο Μάξι ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της περιοχής). «Στα καλά καθούμενα, άρχισε να μου εξηγεί πως κι ο ίδιος ο αδερφός του να του ζητούσε δάνειο, δεν θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει. «Δύσκολες εποχές», είπε μιμούμενος τη θλιμμένη φωνή του Μάξι. «Λίγο παρακάτω» συνέχισε «βλέπω τη βαρόνη Κ., που μου λέει σχεδόν απογοητευμένη: «Είδα τα παιδιά σου τις προάλλες και ξαφνιάστηκα –τόσο όμορφα, πρόσχαρα κι ακόμα τόσο καλοντυμένα». Ακόμα, τα’ ακούς; Έτσι μου ‘ρθε…» Σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου: «Μα καλά, τους βάρεσε η τρέλα στο κεφάλι; Και μη μου ξαναπείς πως είμαι τυχερός!»

«Θα σ’ το πω και θα σ’ το λέω συνέχεια» απάντησα κι όπως στεκόταν αντίκρυ μου, έσκυψα και τον φίλησα στο στόμα. «Και ξέρεις γιατί; Επειδή είσαι πολύ τυχερός. Ακόμα κι αν ξόδευες όλα τα πλούτη του κόσμου, δε θα κατάφερνες να μάθεις ποιοι είναι οι πραγματικοί σου φίλοι – τώρα όμως, ξέρεις».

Στο σημείο αυτό γελάσαμε – κι άμα γελάσεις μια φορά, ο θυμός σου εξατμίζεται.

Ένα χρόνο αργότερα, το σπίτι μας ήταν γεμάτο κόσμο, νεαρούς καθηγητές και σπουδαστές της Σχολής. Πρώτη φορά διασκεδάζαμε τόσο πολύ και περνούσαμε τόσο όμορφα απογεύματα. Όχι πως βγάζαμε τίποτα σπουδαία λεφτά απ’ τους ενοικιαστές – ωστόσο, ήταν αρκετά για να πληρώνουμε τους λογαριασμούς και να συντηρούμε το μεγάλο σπίτι.

Παλιά, σπάνια θυμάμαι να γελούσαμε τόσο πολύ, να συμμετείχαμε σε τόσο πνευματώδεις συζητήσεις, να συναντούσαμε τόσο ενδιαφέροντες ανθρώπους. Ο καθηγητής Ντ. , ο πρώτος μας ενοικιαστής, έγινε γρήγορα ένας πολύ αγαπητός και υπέροχος φίλος. Όταν κόντευε να τελειώσει το βιβλίο του, ήρθε να τον επισκεφθεί ο εκδότης του, κι έμεινε μετά για ένα φλιτζάνι τσάι στη βιβλιοθήκη, όπου τα κούτσουρα τριζοβολούσαν στο τζάκι. Ήταν μια άθλια παγερή μέρα το Νοέμβρη, κι ήταν η πρώτη επίσκεψη από τις πολλές που θ’ ακολουθούσαν. Ο Όττο Μίλερ, ο νεαρός εκδότης, μπήκε γρήγορα στον κατάλογο των πιο στενών φίλων μας, και πολύ σύντομα όσοι συγγραφείς, επιστήμονες και καθηγητές έρχονταν να τον επισκεφθούν, κατέληγαν στο σπίτι μας. Καταλαβαίνετε πόσο  πιο όμορφη και πλούσια έγινε η ζωή μας – ιδιαίτερα η ζωή των παιδιών, που βρίσκονταν πάνω στην ανάπτυξη. Κάτι τέτοιες βραδιές δεν μπορούσα να μην κοιτάζω θριαμβευτικά τον άντρα μου ο οποίος, για να μην ακούσει τη φοβερή λέξη «τυχερός», έπιανε καθησυχαστικά το χέρι μου και μουρμούριζε: «Καταλαβαίνω τι εννοείς».

Όλον αυτόν τον καιρό δεν σταματήσαμε στιγμή να τραγουδάμε και να φτιάχνουμε όλοι μαζί μουσική, προς μεγάλη ευχαρίστηση των καλεσμένων μας. Το παρεκκλήσι μας ήταν ένα ισχυρό κίνητρο για να τραγουδάμε πιο σοβαρά απ’ ό, τι στο παρελθόν.

Το Πάσχα του 1933, ο καθηγητής Ντ. Έπρεπε να κάνει ένα ταξίδι και παρακάλεσε κάποιο φίλο του ιερέα να έρθει να λειτουργήσει στη θέση του. Όταν τελείωσε η πρωινή λειτουργία, ο πάτερ Βάσνερ, ο νεαρός ιερέας, είπε: «Πραγματικά, τραγουδήσατε πολύ όμορφα σήμερα το πρωί, αλλά…» και μας εξήγησε, με λίγα λόγια, μερικά πολύ σημαντικά πράγματα – κι εκεί, στο τραπέζι του πρωινού, μας έβαλε να επαναλάβουμε ένα τροπάριο, διευθύνοντάς μας από εκεί που καθόταν. Κανένας μας δεν ήξερε τότε πόσο τυχεροί ήμασταν:

Έτσι γεννήθηκαν οι ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΡΑΠ.
Φωτογραφία της αληθινής οικογένειας Τραπ (πηγή)
Σχόλια
Το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Μαρίας φον Τραπ εκδόθηκε το 1949 και αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία ενός γερμανικού φιλμ (Die Trapp Familie, 1956) που προβλήθηκε με αρκετή επιτυχία στην Ευρώπη. Στη συνέχεια, Αμερικάνοι παραγωγοί αγόρασαν τα δικαιώματα και διασκεύασαν το έργο σε μιούζικαλ για το Μπρόντγουεϊ, γράφοντας νέο σενάριο και μουσική και κερδίζοντας πολλά βραβεία. Λίγα χρόνια αργότερα, γεννήθηκε και η διάσημη χολιγουντιανή ταινία που τιμήθηκε με Όσκαρ και αγαπήθηκε από όλο τον κόσμο (με εξαίρεση το κοινό στην Αυστρία και τη Γερμανία που δεν είδε με καλό μάτι την αλλαγή του μουσικού ρεπερτορίου της οικογένειας!) Φέτος, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την πρώτη προβολή της, γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ The Untold Story of the Sound of Music. Σε αυτό, μαθαίνουμε μεταξύ άλλων ότι η οικογένεια φον Τραπ, δεν είχε κανέναν λόγο να πάρει τα βουνά (όπως βλέπουμε να συμβαίνει στο τέλος της χολιγουντιανής εκδοχής) για να αποδράσει από την Αυστρία. Και αυτό, επειδή δίπλα ακριβώς από το αρχοντικό της, υπήρχε (και ακόμα υπάρχει) σταθμός τρένου, το οποίο στην πραγματικότητα χρησιμοποίησε για να φτάσει στην Ιταλία. Αντίθετα, μια πορεία προς τα βόρεια, θα οδηγούσε την οικογένεια στο στόμα του λύκου!
Μέσω Google Earth μπορούμε να δούμε πόσο κοντά βρίσκεται η βίλα Τραπ στον σταθμό του τρένου
Εκτός από τη διασκεδαστική, περιπετειώδη ιστορία της νεαρής καλόγριας, το βιβλίο περιέχει και αρκετά μηνύματα, που πηγάζουν από την προσωπική φιλοσοφία της Μαρίας φον Τραπ. Για παράδειγμα, σχετικά με την αγάπη της για την παράδοση και την αντίθεσή της προς την επέλαση του παγκοσμιοποιημένου πολιτισμού, διαβάζουμε (σ.85) οι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων δεν ασχολούνται πια μ' αυτά τα έθιμα. Οι εθνικές φορεσιές θάφτηκαν στα σεντούκια κι όλοι βγαίνουν στους δρόμους ντυμένοι με τα ίδια σχεδόν ρούχα παντού: στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη ή στη Σαγκάη· οι λαϊκοί χοροί αντικαταστάθηκαν από διεθνείς χορευτικούς ρυθμούς· κι αντί για τα λαϊκά έθιμα -την πανάρχαιη φωνή του λαού σου, που σε πληροφορεί τι έκαναν οι πρόγονοί σου σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και τι θα πρέπει να κάνεις και συ-  κυκλοφορούν βιβλία που σου δίνουν λεπτομερείς οδηγίες, τι να φορέσεις αν θέλεις να θεωρείσαι "κομψός", πώς να φερθείς αν θέλεις να γίνεις "κοινωνικά αποδεκτός".

Αντίστοιχα, σαφής είναι και η κριτική που ασκεί στην εμπορευματοποίηση, αφού για τα δώρα των γιορτών γράφει στη σελ. 83 και φυσικά, σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν τρέχεις στα μαγαζιά να πάρεις ένα ψυχρό δώρο, φτιαγμένο από κάποιο εργοστάσιο, που δεν έχει καμιά σχέση με τον αδερφό ή την αδερφή σου. Πώς θα μπορούσες τάχα ν' αγοράσεις, όσα λεφτά κι αν έδινες, το ξεχωριστό σπιτάκι που χρειάζονταν οι νάνοι της Μαρτίνας, πλεγμένο από ρίζες, μ' ένα χαλάκι φτιαγμένο από μούσκλια κι έπιπλα σκαλισμένα σε κλαράκια! Μια καρδιά που αγαπά και επιδέξια δάχτυλα μπορούν να φτιάξουν μικρά αριστουργήματα...

Σε άλλα σημεία, η προσωπική της βιοθεωρία φαίνεται να επηρεάζεται ιδιαίτερα από την χριστιανική πίστη (σ.93-4) Οι καιροί αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν κι οι ιδέες· όμως, η ανθρώπινη καρδιά κι η ανθρώπινη φύση παραμένουν ίδιες. Καλό είναι να θυμόμαστε ότι είμαστε φτιαγμένοι από σάρκα και αίμα, και να ξέρουμε πότε πρέπει να νηστέψουν τα σώματα και πότε να πανηγυρίσουν οι καρδιές.

Τέλος, όταν η οικογένεια ζυγίζει τις προσφορές του καθεστώτος του Χίτλερ, επιλέγοντας τελικά να διατηρήσει την ηθική της ακεραιότητα, δίνει σε μας τους αναγνώστες ένα μάθημα αξιοπρέπειας (σ.160-1) Αυτό σήμαινε πως είχαμε κάνει την τύχη μας. Από εδώ και πέρα θα μπορούσαμε να τραγουδάμε πρωί, μεσημέρι και βράδυ και να γίνουμε πάμπλουτοι. 

Ο Χανς είχε ρεπό. Αφού βάλαμε τη Ρόζμαρι και τη Λόρλι για ύπνο, ο Γκέοργκ συγκάλεσε οικογενειακό συμβούλιο. Ενημέρωσε τα παιδιά για τις προτάσεις που είχαν γίνει στον ίδιο και τον Ρούπερτ, σε πόσο μεγάλο πειρασμό μας έβαλαν αυτές οι προσφορές, κι επίσης για τις προοπτικές που ανοίγονταν μπροστά μας από την καινούργια πρόσκληση να τραγουδήσουμε στα γενέθλια του Χίτλερ - τι γνώμη είχε η οικογένεια για όλα αυτά;

Για μερικές στιγμές τα παιδιά έμειναν σιωπηλά. Έπειτα, άρχισαν να ρωτούν όλα μαζί:
"Και θα πρέπει να λέμε «Χάιλ Χίτλερ;»"
"Ποιον εθνικό ύμνο θα τραγουδήσουμε στη σκηνή, τον καινούργιο;"
"κι ο πάτερ Βάσνερ τι θα γίνει; Οι Ναζί δεν συμπαθούν τους ιερείς!"
"Στο σχολείο δε μας επιτρέπουν να τραγουδάμε θρησκευτικά τραγούδια που αναφέρουν το Χριστό ή τα Χριστούγεννα. Πώς θα μπορέσουμε τότε να τραγουδήσουμε Μπαχ;"
"Δίχως άλλο, το ρεπερτόριό μας θα έχει μεγάλη επιτυχία στη Γερμανία... όμως, θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε τις ιδέες μας και να παραμείνουμε αντιναζιστές όταν θα έχουμε εισπράξει τα λεφτά τους και τους επαίνους τους;"
Σιωπή.
"Δεν μπορούμε να το κάνουμε..."
"Όμως, έτσι απορρίπτουμε για τρίτη φορά μια πολύ δελεαστική πρόταση των Ναζί. Ακούστε, παιδιά" -στο σημείο αυτό η φωνή του Γκέοργκ έγινε πολύ πιο σοβαρή- "ακούστε με, σας παρακαλώ. Βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα σταυροδρόμι και πρέπει ν' αποφασίσουμε τώρα: θέλουμε να διατηρήσουμε τα υλικά αγαθά μας, αυτό το σπίτι με τα παλιά έπιπλα, τους φίλους μας κι όλα όσα αγαπάμε; -σ' αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να παραδώσουμε ως αντάλλαγμα τα πνευματικά μας αγαθά: την πίστη μας και την τιμή μας. Δεν μπορούμε πια να τα έχουμε και τα δύο. Στο χέρι μας είναι να γίνουμε τώρα όλοι πολύ πλούσιοι, αμφιβάλλω όμως αν αυτό θα μας εξασφαλίσει την ευτυχία. Προτιμώ να βλέπω τα παιδιά μου φτωχά, αλλά έντιμα. Αν όμως επιλέξουμε αυτό το μονοπάτι, θα πρέπει να φύγουμε. Συμφωνείτε;"
Ο Christopher Plummer (ως Georg von Trapp) σκίζει τη ναζιστική σημαία
Χρήση στην τάξη
Στην τάξη θα μπορούσαμε να αποδώσουμε με θεατρικό παιχνίδι το οικογενειακό συμβούλιο των Τραπ, δίνοντας διάφορες εναλλακτικές. Με ποιους τρόπους θα μπορούσαμε να απαντήσουμε στις δελεαστικές προσφορές των Γερμανών; Τι θα μπορούσαμε να τους γράψουμε σε ένα γράμμα; Και τι θα γινόταν άραγε αν η οικογένεια δεχόταν να τραγουδήσει μπροστά στον Χίτλερ; Πώς άραγε θα εξελισσόταν η ζωή της από εκεί και πέρα;

Ενδιαφέρον θα ήταν επίσης να συζητήσουμε για τις πιο πάνω απόψεις της Μαρίας φον Τραπ ώστε να ακούσουμε τι πιστεύουν τα σημερινά παιδιά σχετικά με τα θέματα που θίγει. Γιατί επιλέγουμε στις μέρες μας να φοράμε απρόσωπα, βιομηχανικά κατασκευασμένα ρούχα και όχι χειροποίητες φορεσιές που μας συνδέουν με τον τόπο και την παραδοσιακή μας ταυτότητα; Και γιατί προτιμάμε να προσφέρουμε στους αγαπημένους μας πλαστικά δώρα που προέρχονται από κινέζικα εργοστάσια αντί για μοναδικά αντικείμενα με προσωπικό συναισθηματικό βάρος; Μήπως η μερική μας απεμπλοκή από το χρήμα, θα μας επέτρεπε να ακολουθήσουμε έναν πιο ανθρωπιστικό κώδικα αξιών και να νιώσουμε ελεύθεροι;

Στα παρακάτω βίντεο, παρακολουθούμε ένα κυνηγετικό τραγούδι του 16ου αιώνα (Es wollt ein Jägerlein jagen) που η πραγματική οικογένεια Τραπ τραγούδησε στις περιοδείες της, έναν αντίστοιχο σκοπό από την γερμανική ταινία και τέλος ένα νούμερο γραμμένο από τους Rodgers και Hammerstein που βλέπουμε στην αμερικάνικη ταινία. Τι διαφορές παρατηρούμε ανάμεσα στα τρία κομμάτια;




Share/Bookmark